Ασκήσεις Γραμματικής Πανελληνίων Εξετάσεων 2002-2018
- (2002) οἶδ(α): το τρίτο ενικό πρόσωπο της υποτακτικής και προστακτικής του ίδιου χρόνου.
- (2002) δεδώκατε: το ίδιο πρόσωπο της οριστικής του παρατατικού και του αορίστου β ́ της ίδιας φωνής.
- (2002) δύνηται: το ίδιο πρόσωπο της ευκτικής στο χρόνο που βρίσκεται.
- (2002) ὅν: την αιτιατική πληθυντικού του θηλυκού γένους.
- (2002) οἰκείως: τον υπερθετικό βαθμό του επιρρήματος.
- (2002) ἁπάσης: την ονομαστική πληθυντικού του ίδιου γένους.
- (2002) δυνάμεως: τη δοτική του ενικού.
- (2002) χρήματα: τη δοτική του πληθυντικού.
- (2002) πεπραγμένα: τον ίδιο τύπο στο μέλλοντα.
- (2002) ἐστι: το απαρέμφατο του ενεστώτα.
- (2002) ἴσασιν: το γ ́ ενικό πρόσωπο στο χρόνο και την έγκλιση που βρίσκεται.
- (2002) πυνθανόμενος: τον ίδιο τύπο στον αόριστο.
- (2002) ἐξέπεμψεν: το ίδιο πρόσωπο στο μέλλοντα της Οριστικής της ίδιας φωνής.
- (2002) ἐνεδείξατο : να γραφεί το ίδιο πρόσωπο της ευκτικής στον ίδιο χρόνο και στην ίδια φωνή.
- (2002) ἐστερημένος : να γραφεί η μετοχή του παθητικού αορίστου στο ίδιο γένος, αριθμό και πτώση.
- (2002) καλουμένην : να γραφεί το τρίτο ενικό πρόσωπο στην προστακτική του ενεστώτα στην ίδια φωνή.
- (2002) προσέταξε : να γραφεί το ίδιο πρόσωπο στην υποτακτική ενεστώτα στην ίδια φωνή.
- (2003) γενέσθαι : να γραφεί το πρώτο πληθυντικό πρόσωπο στην οριστική του ιδίου χρόνου.
- (2003) αἱρῶνται: το δεύτερο ενικό πρόσωπο της ευκτικής και της προστακτικής του αορίστου β ́ στη φωνή που βρίσκεται.
- (2003) πείθωνται: τον ίδιο τύπο στον παθητικό αόριστο.
- (2003) ἐμμενόντων: το δεύτερο ενικό πρόσωπο της οριστικής του μέλλοντα και του αορίστου στη φωνή που βρίσκεται.
- (2003) ἰσχύς: τη δοτική και την αιτιατική ενικού.
- (2003) πολέμῳ: την ονομαστική και την αιτιατική πληθυντικού.
- (2003) ἄνδρες: τη γενική και τη δοτική πληθυντικού.
- (2003) οὗτοι: την ονομαστική και τη γενική πληθυντικού στο ουδέτερο γένος.
- (2003) πᾶσι: τη γενική και τη δοτική ενικού στο αρσενικό γένος.
- (2003) ἐστίν: τη μετοχή του ίδιου χρόνου και στα τρία γένη, στην ονομαστική ενικού.
- (2003) ὁρῶ: το β′ πρόσωπο ενικού της οριστικής και της προστακτικής του αορίστου β′ στην ίδια φωνή.
- (2003) ἔλεγον: το δεύτερο ενικό πρόσωπο της προστακτικής του αορίστου β ́ στη φωνή που βρίσκεται.
- (2003) ἀγωνιζόμενον: το τρίτο ενικό πρόσωπο της οριστικής του παθητικού αορίστου.
- (2003) ἐκάλουν: το δεύτερο πληθυντικό πρόσωπο της ευκτικής ενεστώτα της μέσης φωνής.
- (2003) νομίζουσι: το ίδιο πρόσωπο της υποτακτικής αορίστου της ίδιας φωνής.
- (2003) ἔσονται: το τρίτο ενικό πρόσωπο της οριστικής του ίδιου χρόνου.
- (2003) τυραννὶς: την αιτιατική του ενικού αριθμού.
- (2003) ἔσχεν: το απαρέμφατο του ίδιου χρόνου.
- (2003) τὴν πόλιν: την ονομαστική του πληθυντικού αριθμού.
- (2003) ἦν: το γ′ ενικό πρόσωπο της οριστικής του μέλλοντα.
- (2003) φιλάνθρωπος: τη γενική του πληθυντικού αριθμού στο ίδιο γένος.
- (2003) προεδάνειζε: το ίδιο πρόσωπο στον ίδιο αριθμό της οριστικής του ενεστώτα της ίδιας φωνής.
- (2003) τοῦτο: την αιτιατική του πληθυντικού αριθμού στο ίδιο γένος.
- (2003) ἐποίει: το ίδιο πρόσωπο στον ίδιο αριθμό της οριστικής του παρακειμένου της ίδιας φωνής.
- (2003) ἄστει: τη γενική του ενικού αριθμού.
- (2003) ἐπιθυμῶσι: το α′ πρόσωπο του ενικού αριθμού της οριστικής του παρατατικού της ίδιας φωνής.
- (2003) συγκατεσκεύακεν: το β ́ ενικό πρόσωπο της οριστικής του αορίστου στην ίδια φωνή.
- (2003) ἐρρήθη: το ίδιο πρόσωπο της ευκτικής στον ίδιο χρόνο και την ίδια φωνή.
- (2003) ἐπέλιπεν: το β ́ πληθυντικό πρόσωπο της υποτακτικής στον ίδιο χρόνο και την ίδια φωνή.
- (2003) ἔχειν: το απαρέμφατο του παρακειμένου στην ίδια φωνή.
- (2003) ζῶμεν: το ίδιο πρόσωπο στον παρατατικό της ίδιας φωνής.
- (2004) διαφέρει: γ′ πληθυντικό πρόσωπο ευκτικής ενεστώτα της ίδιας φωνής
- (2004) διαβολῇ: δοτική πληθυντικού προφάσεως: αιτιατική ενικού.
- (2004) γεγενημένην: γ′ πληθυντικό πρόσωπο οριστικής υπερσυντελίκου της ίδιας φωνής
- (2004) πρᾶξιν: δοτική πληθυντικού
- (2004) εἷς: δοτική ενικού του ίδιου γένους
- (2004) ἐμβαλών: β′ ενικό πρόσωπο οριστικής του ίδιου χρόνου και της ίδιας φωνής
- (2004) ἁπάσαις: γενική πληθυντικού του ίδιου γένους.
- (2004) ποιούμεθα: β′ πληθυντικό πρόσωπο παρατατικού της ίδιας φωνής
- (2004) σύναγε: β′ ενικό πρόσωπο υποτακτικής αορίστου β′ της ίδιας φωνής.
- (2004) πείθῃ : το ίδιο πρόσωπο στην ίδια έγκλιση και φωνή του αορίστου β′
- (2004) ἀπαγγέλλουσα : το τρίτο πληθυντικό πρόσωπο ευκτικής μέλλοντα της ίδιας φωνής
- (2004) λήσει : το ίδιο πρόσωπο στην προστακτική του ενεργητικού αορίστου β′
- (2004) προόψει : το απαρέμφατο στον ενεστώτα της ενεργητικής φωνής
- (2004) ἐστί : το δεύτερο ενικό πρόσωπο οριστικής παρατατικού.
- (2004) πράξεις : τη γενική ενικού
- (2004) πραότητι : την ονομαστική ενικού
- (2004) ἀκήρατος : την αιτιατική ενικού του θηλυκού γένους
- (2004) ἀληθῶς : το συγκριτικό βαθμό του ίδιου τύπου
- (2004) οὐδὲν : τη δοτική ενικού του θηλυκού γένους.
- (2004) εἶχε: γ′ ενικό πρόσωπο οριστικής αορίστου β′ της ίδιας φωνής.
- (2004) ἐστίν: μετοχή μέλλοντα αρσενικού γένους στην ονομαστική ενικού.
- (2004) τῶν πολιτῶν: γενική ενικού.
- (2004) φοβηθέντες: δοτική πληθυντικού του ίδιου γένους.
- (2004) ἐκπλεῦσαι: α′ ενικό πρόσωπο οριστικής παρατατικού της ίδιας φωνής.
- (2004) ταχίστην: ονομαστική ενικού στο θετικό βαθμό του αρσενικού γένους.
- (2004) οὕς: αιτιατική πληθυντικού στο θηλυκό γένος.
- (2004) τοῦτο: γενική ενικού στο θηλυκό γένος.
- (2004) ἐγκλημάτων: δοτική πληθυντικού.
- (2004) καταλυθῆναι: απαρέμφατο ενεστώτα ενεργητικής φωνής.
- (2004) ἐνίκησαν: το α ́ πληθυντικό πρόσωπο της οριστικής του παρακειμένου στην ίδια φωνή.
- (2004) ἐξήλαυνον: το γ ́ πληθυντικό πρόσωπο της οριστικής του αορίστου στην ίδια φωνή.
- (2004) ἔσοιτο: το γ ́ ενικό πρόσωπο της οριστικής του μέλλοντα.
- (2004) ἔλεγεν: το β ́ ενικό πρόσωπο της προστακτικής του αορίστου β ́ στην ίδια φωνή.
- (2004) παρέχειν: το απαρέμφατο του αορίστου β ́ στην ίδια φωνή.
- (2005) διενηνόχασιν : το τρίτο ενικό πρόσωπο οριστικής μέλλοντα της ίδιας φωνής.
- (2005) ἀποστείλαντες : το τρίτο πληθυντικό πρόσωπο οριστικής μέλλοντα της ίδιας φωνής.
- (2005) ἐπηρώτων : το τρίτο ενικό πρόσωπο ευκτικής ενεστώτα της ίδιας φωνής.
- (2005) λήψονται : το δεύτερο ενικό πρόσωπο οριστικής παρακειμένου της ίδιας φωνής.
- (2005) ἀνελόντος : το δεύτερο ενικό πρόσωπο προστακτικής αορίστου β ́ της ίδιας φωνής.
- (2005) τοῦτο : την ονομαστική πληθυντικού του αρσενικού γένους.
- (2005) μέγιστον : τη δοτική πληθυντικού του αρσενικού γένους στο συγκριτικό βαθμό.
- (2005) πασῶν : τη δοτική ενικού του αρσενικού γένους.
- (2005) γενομένης : την ονομαστική πληθυντικού του θηλυκού γένους.
- (2005) τὸν βασιλέα : την κλητική του ενικού αριθμού.
- (2005) ἐμοὶ: τη δοτική πληθυντικού στο ίδιο πρόσωπο.
- (2005) πείθῃ: το β ́ ενικό πρόσωπο οριστικής αορίστου β ́ της ίδιας φωνής.
- (2005) ἀπαγγέλλουσα: τη δοτική πληθυντικού του ίδιου γένους.
- (2005) ἀποφαίνουσα: το α′ πληθυντικό πρόσωπο οριστικής μέλλοντα της μέσης φωνής.
- (2005) πολλοῖς: την αιτιατική πληθυντικού του θηλυκού γένους στον υπερθετικό βαθμό.
- (2005) ἔρωτι: τη γενική πληθυντικού.
- (2005) γενέσθαι: το β ́ ενικό πρόσωπο ευκτικής του ίδιου χρόνου και της ίδιας φωνής.
- (2005) προόψει: το τρίτο πληθυντικό πρόσωπο ευκτικής του ίδιου χρόνου και της ίδιας φωνής.
- (2005) ἅπαντα: τη γενική ενικού του θηλυκού γένους.
- (2005) διδάξομαι: το απαρέμφατο αορίστου παθητικής φωνής.
- (2005) ἐπίστασθε : το δεύτερο ενικό πρόσωπο της ευκτικής ενεστώτα.
- (2005) συνειδότες : το απαρέμφατο ενεστώτα.
- (2005) ἐξείη : το τρίτο ενικό πρόσωπο οριστικής μέλλοντα.
- (2005) ἀποθανεῖσθαι : το δεύτερο πληθυντικό πρόσωπο οριστικής αορίστου β ́.
- (2005) κατειπόντες : το δεύτερο ενικό πρόσωπο προστακτικής αορίστου β ́ της ενεργητικής φωνής.
- (2005) πολλοί : τη γενική πληθυντικού του αρσενικού γένους στο συγκριτικό βαθμό.
- (2005) πίστεσιν : τη δοτική του ενικού αριθμού.
- (2005) ἅ : τη δοτική πληθυντικού του θηλυκού γένους.
- (2005) σαφέστατοι : τη γενική ενικού του αρσενικού γένους στο θετικό βαθμό.
- (2005) παροῦσα : την ονομαστική πληθυντικού του ουδετέρου γένους.
- (2005) νῆες: τη δοτική πληθυντικού.
- (2005) διεφθάρησαν: το β ́ πληθυντικό πρόσωπο ευκτικής του ίδιου χρόνου στην ίδια φωνή.
- (2005) περιβαλεῖν: το απαρέμφατο παρακειμένου της μέσης φωνής.
- (2005) πόλιν: τη δοτική πληθυντικού.
- (2005) ἔγνωσαν: το β ́ ενικό πρόσωπο προστακτικής του ίδιου χρόνου στην ίδια φωνή.
- (2005) ἁπάσῃ: την ονομαστική πληθυντικού του ίδιου γένους.
- (2005) ὑμετέρων: την ίδια πτώση στο γ ́ πρόσωπο.
- (2005) γενέσθαι: το β ́ ενικό πρόσωπο οριστικής του ίδιου χρόνου.
- (2005) ἅπερ: τη δοτική πληθυντικού του ίδιου γένους.
- (2005) ἐλάχιστον: τη γενική πληθυντικού στο θετικό βαθμό του ίδιου γένους.
- (2005) ἀφήσεις: το γ ́ ενικό πρόσωπο της οριστικής του ενεστώτα στην ίδια φωνή.
- (2005) παθεῖν: το απαρέμφατο του μέλλοντα.
- (2005) ἔλεγον: το β ́ ενικό πρόσωπο της προστακτικής αορίστου β ́ στην ίδια φωνή.
- (2005) ἀφικόμενος: τη μετοχή του ενεστώτα στο ίδιο γένος, αριθμό και πτώση.
- (2005) δηλώσει: το γ ́ ενικό πρόσωπο της οριστικής του αορίστου στην ίδια φωνή.
- (2006) ἔφη : το δεύτερο ενικό πρόσωπο προστακτικής ενεστώτα.
- (2006) γιγνώσκων : το δεύτερο πληθυντικό πρόσωπο οριστικής παρακειμένου στην ίδια φωνή.
- (2006) ὁρῶ : το δεύτερο ενικό πρόσωπο παρατατικού στην ίδια φωνή.
- (2006) νομίζουσι : το τρίτο πληθυντικό πρόσωπο οριστικής μέλλοντα στην ίδια φωνή.
- (2006) κατέχειν : το τρίτο ενικό πρόσωπο υποτακτικής αορίστου β ́ στην ίδια φωνή.
- (2006) σὺ : τη δοτική πληθυντικού αριθμού του ίδιου προσώπου.
- (2006) γυναικὶ : την κλητική ενικού αριθμού.
- (2006) θυμοειδεῖς : την ονομαστική ενικού αριθμού του ουδετέρου γένους.
- (2006) ἵππους : τη δοτική ενικού αριθμού.
- (2006) ἅπασιν : τη γενική ενικού αριθμού του θηλυκού γένους.
- (2006) τίς: τη γενική πληθυντικού.
- (2006) ὁρᾷ: το γ ́ ενικό πρόσωπο ευκτικής αορίστου β ́ της ίδιας φωνής.
- (2006) ὑπερβάλλῃ: το β ́ ενικό πρόσωπο προστακτικής αορίστου β ́ της ίδιας φωνής.
- (2006) ἀξιωθησόμενον: τη δοτική πληθυντικού του θηλυκού γένους.
- (2006) ᾧ: την αιτιατική πληθυντικού του θηλυκού γένους.
- (2006) μέγιστον: τη δοτική πληθυντικού στο συγκριτικό βαθμό.
- (2006) ἀκούοιεν: το β ́ πληθυντικό πρόσωπο οριστικής παρακειμένου της ίδιας φωνής.
- (2006) γεγόνασι: το απαρέμφατο του ίδιου χρόνου και της ίδιας φωνής.
- (2006) πεπονθότες: το απαρέμφατο ενεστώτα.
- (2006) τυγχάνουσιν: το γ ́ ενικό πρόσωπο ευκτικής μέλλοντα.
- (2006) θρέψαι : το απαρέμφατο παρακειμένου της ενεργητικής φωνής.
- (2006) μανθάνειν : το τρίτο πληθυντικό πρόσωπο προστακτικής αορίστου β ́ της ίδιας φωνής.
- (2006) δαπανῶντες : το δεύτερο πληθυντικό πρόσωπο ευκτικής ενεστώτα της ίδιας φωνής.
- (2006) δύναιτο : το τρίτο ενικό πρόσωπο υποτακτικής στον ίδιο χρόνο.
- (2006) ἀνασχέσθαι : το δεύτερο ενικό πρόσωπο παρατατικού της ίδιας φωνής.
- (2006) παῖδες : την κλητική ενικού αριθμού.
- (2006) γονεῖς : τη δοτική πληθυντικού αριθμού.
- (2006) βέλτιστοι : τη γενική ενικού στο συγκριτικό βαθμό.
- (2006) οὐδείς : την αιτιατική πληθυντικού αριθμού.
- (2006) μητρός : τη γενική πληθυντικού αριθμού.
- (2006) μνησθῆναι: το β ́ ενικό πρόσωπο της προστακτικής στον ίδιο χρόνο και στην ίδια φωνή.
- (2006) συμβουλεύουσιν: το γ ́ ενικό πρόσωπο της οριστικής του αορίστου στην ίδια φωνή.
- (2006) συμφέρει: το β ́ πληθυντικό πρόσωπο της οριστικής του μέλλοντα στην ίδια φωνή.
- (2006) ὄντας: τη μετοχή του μέλλοντα στο ίδιο γένος, αριθμό και πτώση.
- (2006) ἔπεισαν: το γ ́ πληθυντικό πρόσωπο της οριστικής του παρακειμένου στη μέση φωνή.
- (2007) ἰδεῖν : το δεύτερο ενικό πρόσωπο προστακτικής του ίδιου χρόνου της ίδιας φωνής.
- (2007) τυγχάνει : το τρίτο πληθυντικό πρόσωπο οριστικής παρατατικού.
- (2007) γνώσεσθαι : το γ΄ πληθυντικό πρόσωπο προστακτικής αορίστου β΄.
- (2007) εἰδέναι : το πρώτο πληθυντικό πρόσωπο υποτακτικής ενεστώτα.
- (2007) ἔχομεν : το τρίτο ενικό πρόσωπο οριστικής παρακειμένου της ίδιας φωνής.
- (2007) ὄμματος : τη δοτική του ενικού αριθμού.
- (2007) τοῡτον : την ονομαστική του πληθυντικού αριθμού του αρσενικού γένους.
- (2007) ὅμοιον : τη δοτική του πληθυντικού αριθμού του ουδέτερου γένους.
- (2007) πᾱν : τη γενική ενικού αριθμού του θηλυκού γένους.
- (2007) φρόνησιν : τη δοτική του πληθυντικού αριθμού.
- (2007) ἦθος: τη δοτική πληθυντικού.
- (2007) μεγάλοις: την αιτιατική ενικού στο συγκριτικό βαθμό του ίδιου γένους.
- (2007) ἐπεδείξατο: το β’ ενικό πρόσωπο προστακτικής του ίδιου χρόνου στην ίδια φωνή.
- (2007) ἰσχυρότατον: την ονομαστική ενικού του θηλυκού γένους στο θετικό βαθμό.
- (2007) πεσεῖν: το απαρέμφατο παρακειμένου της ίδιας φωνής.
- (2007) ἀναγαγὼν: τη γενική πληθυντικού αρσενικού γένους στον ενεστώτα της ίδιας φωνής.
- (2007) οἷος: τη δοτική ενικού στο ίδιο γένος.
- (2007) ἦν: το γ’ πληθυντικό πρόσωπο ευκτικής μέλλοντα.
- (2007) εἰπόντος: το β’ πληθυντικό πρόσωπο υπερσυντελίκου της ίδιας φωνής.
- (2007) γυναῖκες: την κλητική ενικού.
- (2007) ἐξέσται : το τρίτο ενικό πρόσωπο οριστικής παρατατικού.
- (2007) κατασιωπᾶν : το τρίτο πληθυντικό πρόσωπο υποτακτικής ενεστώτα της ίδιας φωνής.
- (2007) ἀμφισβητεῖν : το δεύτερο πληθυντικό πρόσωπο οριστικής αορίστου της ίδιας φωνής.
- (2007) αἰσχύνεται : το πρώτο πληθυντικό πρόσωπο ευκτικής παθητικού αορίστου.
- (2007) ἐχρήσασθε : το τρίτο ενικό πρόσωπο οριστικής ενεστώτα.
- (2007) ἄνδρες : την κλητική ενικού αριθμού.
- (2007) μηδέν : τη δοτική πληθυντικού αριθμού, στο αρσενικό γένος.
- (2007) τὰ ἀληθῆ : την αιτιατική ενικού αρσενικού γένους.
- (2007) ἧττον : την ονομαστική πληθυντικού αριθμού του αρσενικού γένους στον ίδιο βαθμό.
- (2007) ἐμοῦ : τη γενική πληθυντικού αριθμού του ιδίου προσώπου.
- (2007) προσελθοῦσα: το β΄ ενικό προστακτικής του ίδιου χρόνου στην ίδια φωνή.
- (2007) σέ: τη δοτική πληθυντικού.
- (2007) εἰδυῖα: το γ΄ ενικό πρόσωπο οριστικής ενεστώτα.
- (2007) τῶν καλῶν: την αιτιατική πληθυντικού στο συγκριτικό βαθμό του ίδιου γένους.
- (2007) ὧν: τη δοτική πληθυντικού του θηλυκού γένους.
- (2007) ἐλπίζω: το γ΄ ενικό πρόσωπο ευκτικής μέλλοντα της ίδιας φωνής.
- (2007) τράποιο: το απαρέμφατο του ίδιου χρόνου στην ίδια φωνή.
- (2007) ἐργάτην: την κλητική ενικού.
- (2007) διαπρεπεστέραν: την αιτιατική ενικού του ίδιου γένους στο θετικό βαθμό.
- (2007) φανῆναι: τη μετοχή του θηλυκού γένους στη γενική ενικού του ίδιου χρόνου στην ίδια φωνή.
- (2007) οὐδέν: τη γενική στον ίδιο αριθμό και στο ίδιο γένος.
- (2007) ἐκείνους: τη δοτική στον ίδιο αριθμό και στο ίδιο γένος.
- (2007) συνήθεις: τη δοτική στον ίδιο αριθμό και στο ίδιο γένος.
- (2007) τὴν δίαιταν: τη γενική στον ίδιο αριθμό.
- (2007) τὸν ἄνδρα: την κλητική στον ίδιο αριθμό.
- (2007) ἐπαινέσας: τη μετοχή του Ενεστώτα στο ίδιο γένος, στον ίδιο αριθμό, στην ίδια πτώση και στην ίδια φωνή.
- (2007) ἐποίησεν: το γ΄ ενικό πρόσωπο του Παρατατικού στην ίδια φωνή.
- (2007) εἶπεν: το ίδιο πρόσωπο στην οριστική του Παρακειμένου στον ίδιο αριθμό και στην ίδια φωνή.
- (2007) ἀπαλλάξας: τη μετοχή του Ενεστώτα στο ίδιο γένος, στον ίδιο αριθμό, στην ίδια πτώση και στην ίδια φωνή.
- (2007) παραμένων: το β΄ πρόσωπο του πληθυντικού αριθμού στην οριστική του Μέλλοντα.
- (2008) καταγελᾷ : το τρίτο πληθυντικό πρόσωπο ευκτικής του ίδιου χρόνου στην ίδια φωνή.
- (2008) εἴρηκα : το δεύτερο πληθυντικό πρόσωπο οριστικής αορίστου β ́ στην ίδια φωνή.
- (2008) ἐξευρεῖν : το απαρέμφατο ενεστώτα στην ίδια φωνή.
- (2008) καταψηφίσασθε : το τρίτο πληθυντικό πρόσωπο οριστικής μέλλοντα στην ίδια φωνή.
- (2008) παραλελειμμένα : το τρίτο ενικό πρόσωπο οριστικής του ίδιου χρόνου στην ίδια φωνή.
- (2008) τούτων : τη δοτική πληθυντικού του θηλυκού γένους.
- (2008) ἁμαρτήματα : τη δοτική πληθυντικού.
- (2008) μᾶλλον : τον θετικό βαθμό.
- (2008) μεγάλη : την αιτιατική πληθυντικού του υπερθετικού βαθμού στο ίδιο γένος.
- (2008) πόλει : την κλητική ενικού.
- (2008) ὁρῶν: το α΄ πληθυντικό πρόσωπο οριστικής αορίστου β΄ στην ίδια φωνή.
- (2008) στάσεων: τη δοτική πληθυντικού.
- (2008) πολλῶν: τη γενική πληθυντικού στον συγκριτικό βαθμό του ίδιου γένους.
- (2008) οὖσαν: τη δοτική ενικού του αρσενικού γένους.
- (2008) ταῦτα: τη γενική πληθυντικού του ίδιου γένους.
- (2008) ὑπέδειξε: το γ΄ πρόσωπο πληθυντικού αριθμού οριστικής ενεστώτα στην ίδια φωνή.
- (2008) ὧν: την αιτιατική πληθυντικού του θηλυκού γένους.
- (2008) μεγίστην: τη γενική ενικού στον θετικό βαθμό του ίδιου γένους.
- (2008) διήνεγκε: το απαρέμφατο του ενεστώτα στην ίδια φωνή.
- (2008) ἔτεσι: τη δοτική του ενικού αριθμού.
- (2008) διοικοῦντες : το πρώτο ενικό πρόσωπο παρατατικού στην ίδια φωνή.
- (2008) ἡτοιμασμένοι : το τρίτο ενικό πρόσωπο υπερσυντελίκου στην ίδια φωνή.
- (2008) γράφοντες : το δεύτερο πληθυντικό πρόσωπο υποτακτικής παθητικού αορίστου β ́.
- (2008) συνεθίζοντες : το τρίτο πληθυντικό πρόσωπο οριστικής μέλλοντα στην ίδια φωνή.
- (2008) μετέχοντες : το δεύτερο ενικό πρόσωπο προστακτικής αορίστου β ́ στην ίδια φωνή.
- (2008) δεσπότης : την κλητική ενικού.
- (2008) ἄφθονον : την αιτιατική πληθυντικού στο θηλυκό γένος.
- (2008) ἀγαθῶν : το επίρρημα στον θετικό βαθμό.
- (2008) τι : τη δοτική πληθυντικού του ιδίου γένους.
- (2008) τοιαῦτα : τη γενική πληθυντικού του θηλυκού γένους.
- (2008) οἷς: την ονομαστική πληθυντικού αριθμού του θηλυκού γένους.
- (2008) εὐπορίαις: τη γενική πληθυντικού αριθμού.
- (2008) ὄντες: τη δοτική ενικού αριθμού του ίδιου γένους.
- (2008) ἡμῖν: την αιτιατική πληθυντικού αριθμού του β΄ προσώπου.
- (2008) πείθειν: το γ΄ πρόσωπο ενικού αριθμού ευκτικής μέλλοντα στην ίδια φωνή.
- (2008) βουληθῶμεν: το απαρέμφατο ενεστώτα.
- (2008) συνελθόντες: το β΄ πρόσωπο ενικού αριθμού προστακτικής στον ίδιο χρόνο και στην ίδια φωνή.
- (2008) ἅπαντα: τη γενική ενικού αριθμού του θηλυκού γένους.
- (2008) οὗτος: τη δοτική πληθυντικού αριθμού του ίδιου γένους.
- (2008) αἰσχρῶν: την αιτιατική πληθυντικού αριθμού του θηλυκού γένους στον υπερθετικό βαθμό.
- (2009) ἔλαβον : το απαρέμφατο παρακειμένου στην ίδια φωνή.
- (2009) ἐπολέμουν : το δεύτερο ενικό πρόσωπο προστακτικής αορίστου στην ίδια φωνή.
- (2009) ἐκήρυξαν : το τρίτο ενικό πρόσωπο ευκτικής μέλλοντα στην ίδια φωνή.
- (2009) εἷλον : το δεύτερο πληθυντικό πρόσωπο υποτακτικής ενεστώτα στη μέση φωνή.
- (2009) προσβαλόντες : το δεύτερο ενικό πρόσωπο οριστικής του ίδιου χρόνου.
- (2009) φυγάδων : τη δοτική ενικού.
- (2009) πολλήν : το επίρρημα στον θετικό βαθμό.
- (2009) σπονδάς : την αιτιατική ενικού.
- (2009) τινῶν : την αιτιατική πληθυντικού στο ίδιο γένος.
- (2009) περιτειχίσματος : τη γενική πληθυντικού.
- (2009) ἄνδρες: τη δοτική στον ίδιο αριθμό.
- (2009) ἰδιώτας: τη γενική στον ίδιο αριθμό.
- (2009) πάντα: τη δοτική ενικού στο ουδέτερο γένος.
- (2009) ὑποδύονται: το γ ́ πληθυντικό πρόσωπο της οριστικής του αορίστου στη μέση φωνή.
- (2009) πλείω: την αιτιατική πληθυντικού του αρσενικού γένους στον υπερθετικό βαθμό.
- (2009) κτήσονται: το απαρέμφατο του ίδιου χρόνου.
- (2009) οἳ: τη δοτική του θηλυκού γένους στον ίδιο αριθμό.
- (2009) λαχόντες: το α΄ πρόσωπο στον πληθυντικό της οριστικής στον ίδιο χρόνο.
- (2009) αἰσθάνομαι: το γ΄ ενικό πρόσωπο του παρατατικού.
- (2009) ποιοῦσι: το γ΄ ενικό πρόσωπο της προστακτικής στον ίδιο χρόνο και στην ίδια φωνή.
- (2009) ἔφη : το πρώτο πληθυντικό πρόσωπο οριστικής ενεστώτα.
- (2009) εἰδέναι : το τρίτο ενικό πρόσωπο ευκτικής του ίδιου χρόνου.
- (2009) πάσχουσιν : το δεύτερο ενικό πρόσωπο ευκτικής μέλλοντα.
- (2009) ἐψεῦσθαι : το δεύτερο πληθυντικό πρόσωπο οριστικής υπερσυντελίκου.
- (2009) διαγιγνώσκουσιν : το δεύτερο ενικό πρόσωπο προστακτικής αορίστου β ́ στην ίδια φωνή.
- (2009) τὴν δύναμιν : την κλητική ενικού.
- (2009) πλεῖστα : την αιτιατική ενικού του αρσενικού γένους στον θετικό βαθμό.
- (2009) οἱ εἰδότες : τη δοτική πληθυντικού.
- (2009) ἅ : τη δοτική ενικού στο ίδιο γένος.
- (2009) κακῶς : τον υπερθετικό βαθμό.
- (2009) ἔλεγε: το γ ́ ενικό πρόσωπο οριστικής παρακειμένου στην ίδια φωνή.
- (2009) πλείστοις: τη δοτική πληθυντικού του συγκριτικού βαθμού στο ίδιο γένος.
- (2009) ἀκούειν: το β ́ ενικό πρόσωπο ευκτικής αορίστου στην ίδια φωνή.
- (2009) ἀσεβὲς: την ονομαστική ενικού του θηλυκού γένους.
- (2009) εἶδεν: το γ ́ πληθυντικό πρόσωπο οριστικής ενεστώτα στην ίδια φωνή.
- (2009) φύσεως: τη δοτική ενικού.
- (2009) σκοπῶν: το απαρέμφατο ενεστώτα στη μέση φωνή.
- (2009) ἔχει: το γ ́ πληθυντικό πρόσωπο παρατατικού στην ίδια φωνή.
- (2009) τίσιν: την αιτιατική ενικού στο ίδιο γένος.
- (2009) τοιαῦτα: τη γενική ενικού στο αρσενικό γένος.
- (2009) οὔσας: το απαρέμφατο του ίδιου χρόνου.
- (2009) νικήσαντες: το α ́ ενικό πρόσωπο του Παρατατικού στην ίδια φωνή.
- (2009) κινδυνεύειν: το απαρέμφατο του Αορίστου στην ίδια φωνή.
- (2009) συνεβάλοντο: το γ ́ πληθυντικό πρόσωπο Ενεστώτα στην Οριστική στην ίδια φωνή.
- (2009) εἰπεῖν: το β ́ ενικό πρόσωπο Προστακτικής του ίδιου χρόνου στην ίδια φωνή.
- (2010) πλείω : τη δοτική του πληθυντικού του αρσενικού γένους στον θετικό βαθμό.
- (2010) γήρως : τη δοτική του ενικού.
- (2010) δυσμαθέστερον : την αιτιατική του ενικού του θηλυκού γένους στον θετικό βαθμό.
- (2010) ταῦτα : την αιτιατική του πληθυντικού στο αρσενικό γένος.
- (2010) ἐμὲ : τη γενική πληθυντικού δευτέρου προσώπου.
- (2010) ὁρᾶν: : το τρίτο ενικό πρόσωπο παρατατικού στην ίδια φωνή.
- (2010) ἀποβαίνειν : το δεύτερο ενικό πρόσωπο προστακτικής αορίστου δευτέρου στην ίδια φωνή.
- (2010) γίγνεσθαι : το πρώτο πληθυντικό πρόσωπο ευκτικής αορίστου δευτέρου.
- (2010) αἰσθανόμενον : το τρίτο πληθυντικό πρόσωπο οριστικής παρακειμένου στην ίδια φωνή.
- (2010) ἀδικεῖν : το απαρέμφατο αορίστου στην ίδια φωνή.
- (2010) ἐγὼ : τη δοτική πτώση του πληθυντικού αριθμού στο ίδιο πρόσωπο.
- (2010) τοσαύτην : την αιτιατική του πληθυντικού αριθμού στο θηλυκό γένος.
- (2010) παραλαβόντες : το β΄ ενικό πρόσωπο της οριστικής του ίδιου χρόνου στην ίδια φωνή.
- (2010) μείζω : τη γενική πτώση του ενικού αριθμού του αρσενικού γένους στον υπερθετικό βαθμό.
- (2010) παῖδες : τη γενική πτώση του πληθυντικού αριθμού. ἦμεν : το απαρέμφατο του ενεστώτα.
- (2010) ἡγούμεθα : το γ΄ ενικό πρόσωπο του παρατατικού.
- (2010) ἄνδρες : τη δοτική πτώση του πληθυντικού αριθμού.
- (2010) ἐγενόμεθα : το γ΄ ενικό πρόσωπο της προστακτικής του ίδιου χρόνου.
- (2010) ἐπράξαμεν : την ονομαστική πτώση του πληθυντικού αριθμού στο αρσενικό γένος της μετοχής του παθητικού αορίστου.
- (2010) τοὺς πρέσβεις : την αιτιατική ενικού.
- (2010) θεωρεῖν : το δεύτερο πληθυντικό πρόσωπο της οριστικής του παρατατικού στην ίδια φωνή.
- (2010) ὃν : τη δοτική πληθυντικού στο θηλυκό γένος.
- (2010) ἐπρέσβευον : το απαρέμφατο παρακειμένου στην ίδια φωνή.
- (2010) τὰς δυνάμεις : την κλητική ενικού.
- (2010) ἵστατε : το τρίτο ενικό πρόσωπο της προστακτικής του ενεστώτα στη μέση φωνή.
- (2010) ἀπαγγείλασιν : το πρώτο πληθυντικό πρόσωπο ευκτικής του μέλλοντα στην ίδια φωνή.
- (2010) νικήσασιν : τη γενική ενικού της μετοχής του ενεστώτα στο αρσενικό γένος.
- (2010) ἔσονται : το δεύτερο ενικό πρόσωπο της οριστικής του παρατατικού.
- (2010) δωρεαὶ : τη γενική πληθυντικού.
- (2010) διοίκησιν: την κλητική του ενικού.
- (2010) ἥν: τηναιτιατική τουπληθυντικού στο ίδιο γένος.
- (2010) τίνας: την αιτιατική του ενικού στο ουδέτερο γένος.
- (2010) διανοίας: τη δοτική του πληθυντικού.
- (2010) διήμαρτον: το γ ́ πληθυντικό πρόσωπο στην
- (2010) οριστική του ενεστώτα στην ίδια φωνή.
- (2010) αἱρούμενοι: το β ́ ενικό πρόσωπο στην ευκτική του αορίστου β ́ στην ίδια φωνή.
- (2010) ἅπασι: τη γενική πληθυντικού στο θηλυκό γένος.
- (2010) ἡδίστης: το επίρρημα στο θετικό βαθμό.
- (2010) ἐπιτιμῶσαν: το απαρέμφατο του ίδιου χρόνου στην ίδια φωνή.
- (2011) κρείττονος : την αιτιατική πληθυντικού του ίδιου βαθμού στο θηλυκό γένος
- (2011) ὅ τι : τη γενική ενικού του ίδιου γένους
- (2011) ἔφη : το τρίτο ενικό πρόσωπο της ευκτικής του ενεστώτα
- (2011) πάντα : τη δοτική πληθυντικού στο ίδιο γένος
- (2011) φέρειν : το απαρέμφατο αορίστου β ́ στην ίδια φωνή
- (2011) ταῦτα : την ονομαστική πληθυντικού του θηλυκού γένους
- (2011) ἄνδρες : την κλητική του ενικού
- (2011) αἰσχρόν : τη δοτική ενικού του συγκριτικού βαθμού στο ίδιο γένος.
- (2011) κρείττονος : την αιτιατική πληθυντικού του ίδιου βαθμού στο θηλυκό γένος
- (2011) εἶπε : το δεύτερο ενικό πρόσωπο της προστακτικής του αορίστου β ́ στην ίδια φωνή
- (2011) ὅ τι : τη γενική ενικού του ίδιου γένους
- (2011) παρεῖναι : το τρίτο πληθυντικό πρόσωπο της οριστικής του παρατατικού
- (2011) πάντα : τη δοτική πληθυντικού στο ίδιο γένος
- (2011) φέρειν : το απαρέμφατο αορίστου β ́ στην ίδια φωνή
- (2011) ἀκούσας : το πρώτο πληθυντικό πρόσωπο της οριστικής του παρακειμένου
- (2011) ταῦτα : την ονομαστική πληθυντικού του θηλυκού γένους
- (2011) ἄνδρες : την κλητική του ενικού
- (2011) αἰσχρόν : τη δοτική ενικού του συγκριτικού βαθμού στο ίδιο γένος
- (2011) εἰσίτω : το δεύτερο ενικό πρόσωπο στην ίδια έγκλιση στον ίδιο χρόνο
- (2011) δόξειε : το τρίτο ενικό πρόσωπο της οριστικής του ίδιου χρόνου
- (2011) περιπεσόντες : τη δοτική πληθυντικού της μετοχής του παρακειμένου στο αρσενικό γένος
- (2011) δῃουμένης : το τρίτο ενικό πρόσωπο της υποτακτικής του ενεστώτα στην ενεργητική φωνή
- (2011) κακῷ : τη δοτική πληθυντικού του συγκριτικού βαθμού στο θηλυκό γένος
- (2011) ἀνεμνήσθησαν : το πρώτο ενικό πρόσωπο της ευκτικής αορίστου στην παθητική φωνή
- (2011) τοῦδε : την ονομαστική πληθυντικού του αρσενικού γένους
- (2011) φάσκοντες : τη δοτική πληθυντικού του ίδιου γένους
- (2011) πάλαι : τον υπερθετικό βαθμό
- (2011) ἔρις : την αιτιατική ενικού
- (2011) ἔπασχον : το δεύτερο ενικό πρόσωπο της οριστικής μέλλοντα
- (2011) ξυμβῇ : το δεύτερο ενικό πρόσωπο της προστακτικής του ίδιου χρόνου
- (2011) μου: την ίδια πτώση του ιδίου προσώπου στον πληθυντικό αριθμό
- (2011) χρήματα: τη δοτική πληθυντικού
- (2011) πένητι: την ονομαστική ενικού
- (2011) δικαίως: το συγκριτικό βαθμό του επιρρήματος
- (2011) ἀληθῆ: τη δοτική ενικού στο ίδιο γένος
- (2011) ἐγενόμην: το απαρέμφατο του ιδίου χρόνου
- (2011) λέγοντος: τον ίδιο τύπο του Παρακειμένου στην ίδια φωνή
- (2011) πράττοντος: το β΄ ενικό πρόσωπο της οριστικής Αορίστου στην ίδια φωνή
- (2011) ἐπιθυμεῖ: το πρώτο πληθυντικό πρόσωπο της οριστικής Παρατατικού στην ίδια φωνή
- (2011) ἀποκρινόμενος: το γ΄ πληθυντικό πρόσωπο της ευκτικής Μέλλοντα στην ίδια φωνή.
- (2012) ἀγὼν : την αιτιατική πληθυντικού
- (2012) ναυσίν : την κλητική ενικού
- (2012) ὅπερ : τη δοτική πληθυντικού στο θηλυκό γένος
- (2012) πρώτοις : τον ίδιο τύπο στον συγκριτικό βαθμό
- (2012) σφαλέντες : τη δοτική πληθυντικού στο ίδιο γένος
- (2012) κρατήσωμεν : το β΄ ενικό πρόσωπο της προστακτικής του ενεστώτα στην ίδια φωνή
- (2012) ἐπιδεῖν : το απαρέμφατο του ενεστώτα στην ίδια φωνή
- (2012) πάσχειν : το γ΄ ενικό πρόσωπο της οριστικής του μέλλοντα
- (2012) ἔχουσιν : το α΄ ενικό πρόσωπο της ευκτικής του αορίστου β΄ στην ίδια φωνή
- (2012) μνήσθητε : το γ΄ πληθυντικό πρόσωπο της οριστικής του ίδιου χρόνου.
- (2012) ἀγὼν : την αιτιατική πληθυντικού
- (2012) ναυσίν : την κλητική ενικού
- (2012) ὅπερ : τη δοτική πληθυντικού στο θηλυκό γένος
- (2012) πρώτοις : τον ίδιο τύπο στον συγκριτικό βαθμό
- (2012) σφαλέντες : τη γενική πληθυντικού στο ίδιο γένος
- (2012) κρατήσωμεν : το β ́ ενικό πρόσωπο της προστακτικής του ενεστώτα στην ίδια φωνή
- (2012) ἐπιδεῖν : το απαρέμφατο του ενεστώτα στην ίδια φωνή
- (2012) πάσχειν : το γ ́ ενικό πρόσωπο της οριστικής του μέλλοντα
- (2012) ἔχουσιν : το α ́ ενικό πρόσωπο της οριστικής του αορίστου β ́ στην ίδια φωνή
- (2012) μνήσθητε : το γ ́ πληθυντικό πρόσωπο της οριστικής του ίδιου χρόνου.
- (2012) παρωξύνετο : το α ́ πληθυντικό πρόσωπο της οριστικής του παρακειμένου στην ίδια φωνή
- (2012) συνάπτειν : το β ́ ενικό πρόσωπο της προστακτικής του αορίστου στην ίδια φωνή
- (2012) προεστῶτες : την ονομαστική ενικού στο θηλυκό γένος
- (2012) πεφευγότες : το απαρέμφατο του αορίστου β ́ στην ίδια φωνή
- (2012) πολλοί : τον ίδιο τύπο στον υπερθετικό βαθμό
- (2012) κρεῖττον : τη δοτική πληθυντικού στο ίδιο γένος και στον ίδιο βαθμό
- (2012) δέοι : το γ ́ ενικό πρόσωπο του παρατατικού
- (2012) ἡττηθῆναι : το γ ́ ενικό πρόσωπο της ευκτικής του ενεστώτα
- (2012) μνῆμα : τη δοτική ενικού
- (2012) ἑαυτάς : τον ίδιο τύπο στο α ́ πρόσωπο.
- (2012) τινος: τη δοτική πληθυντικού στο ίδιο γένος
- (2012) σύμπασα: τη γενική πληθυντικού στο ίδιο γένος
- (2012) κτῆσιν: τη δοτική ενικού
- (2012) ἔφαμεν: το γ΄ πληθυντικό πρόσωπο στην οριστική του ενεστώτα
- (2012) εἴη: το γ΄ ενικό πρόσωπο στην προστακτική του ενεστώτα
- (2012) ὠφέλιμον: την αιτιατική ενικού του υπερθετικού βαθμού στο θηλυκό γένος
- (2012) εὑρίσκετο: το απαρέμφατο του παθητικού αορίστου
- (2012) χρῆσθαι: το γ΄ ενικό πρόσωπο στην ευκτική του ενεστώτα
- (2012) μαθεῖν: το β΄ πληθυντικό πρόσωπο στην υποτακτική του ίδιου χρόνου στην ίδια φωνή
- (2012) σώματα: τη δοτική πληθυντικού
- (2013) τινων : την αιτιατική ενικού στο θηλυκό γένος
- (2013) ὕβρει : την αιτιατική ενικού
- (2013) ὄντι : τη δοτική πληθυντικού στον ίδιο τύπο
- (2013) μάλιστα : τον θετικό βαθμό του ιδίου τύπου
- (2013) ἐπῃτιῶντο : το β ́ ενικό πρόσωπο της προστακτικής του ενεστώτα στην ίδια φωνή
- (2013) ὑπολαμβάνοντες : τη δοτική πληθυντικού της μετοχής του αορίστου της παθητικής φωνής στο ίδιο γένος
- (2013) ἐξελάσειαν : το γ ́ πληθυντικό πρόσωπο της ευκτικής του μέλλοντα στην ίδια φωνή
- (2013) ἐβόων : το απαρέμφατο του ενεστώτα στην ίδια φωνή
- (2013) εἴη : το γ ́ ενικό πρόσωπο της οριστικής του μέλλοντα
- (2013) ἐπράχθη : το γ ́ ενικό πρόσωπο της προστακτικής του παρακειμένου στην ίδια φωνή.
- (2013) πρέσβεις: την ίδια πτώση στον άλλο αριθμό
- (2013) μάρτυρες: την κλητική ενικού
- (2013) ὑμᾶς: τη δοτική πληθυντικού στο γ ́ πρόσωπο
- (2013) δυσχερές: την αιτιατική ενικού στο αρσενικό γένος στον ίδιο βαθμό
- (2013) φανερῶς: την αιτιατική πληθυντικού στο θηλυκό γένος του συγκριτικού βαθμού
- (2013) πέμψαντος: το β ́ ενικό πρόσωπο της προστακτικής του παθητικού αορίστου
- (2013) ἀπαλλάξαι: το β ́ πληθυντικό πρόσωπο της οριστικής του υπερσυντελίκου στη μέση φωνή
- (2013) συνέφερεν: το γ ́ ενικό πρόσωπο της υποτακτικής του αορίστου β ́ στην ίδια φωνή
- (2013) ἐλυσιτέλει: τη δοτική ενικού της μετοχής ενεστώτα στο αρσενικό γένος
- (2013) φασί: το β ́ ενικό πρόσωπο της προστακτικής του ενεστώτα.
- (2013) ταῦτα: τη δοτική πληθυντικού στο αρσενικό γένος
- (2013) πόλεως: την κλητική στον ίδιο αριθμό
- (2013) πείσας: το απαρέμφατο του παρακειμένου στην ίδια φωνή
- (2013) κατήγαγε: το β΄ ενικό πρόσωπο στην προστακτική του ίδιου χρόνου στην ίδια φωνή
- (2013) Ἕλλησι: την ονομαστική του ενικού
- (2013) μεγίστων: τη γενική ενικού του θηλυκού γένους στον συγκριτικό βαθμό
- (2013) ἡγεμών: την αιτιατική πληθυντικού
- (2013) ἐκλιπεῖν: το γ΄ ενικό πρόσωπο του παρατατικού στην ίδια φωνή
- (2013) ὀλίγας: το επίρρημα στον ίδιο βαθμό
- (2013) γενόμενοι: τον ίδιο τύπο στον μέλλοντα.
- (2014) ὑμᾶς : την αιτιατική ενικού αριθμού στο γ΄ πρόσωπο
- (2014) πόρρω : τον υπερθετικό βαθμό
- (2014) ἀγαθῶν : το επίρρημα στον θετικό βαθμό
- (2014) αὑτὰς : τη γενική πληθυντικού αριθμού στο β΄ πρόσωπο στο ίδιο γένος
- (2014) ἡγεμόνα : τη δοτική πληθυντικού αριθμού
- (2014) οἶμαι : το γ΄ ενικό πρόσωπο του παρατατικού
- (2014) ὑπέλαβον : το απαρέμφατο του παρακειμένου στην παθητική φωνή
- (2014) τοῖς παθοῦσι : τον ίδιο τύπο στον μέλλοντα
- (2014) ἔγνωσαν : το γ΄ ενικό πρόσωπο της ευκτικής στον ίδιο χρόνο
- (2014) καταστᾶσαν : το β΄ ενικό πρόσωπο της προστακτικής στον ίδιο χρόνο και στην ίδια φωνή.
- (2014) ὑμᾶς : τον ίδιο τύπο στο γ ́ πρόσωπο
- (2014) τοιαῦται : τη γενική πληθυντικού αριθμού στο ίδιο γένος
- (2014) ἀγαθῶν : το επίρρημα στον θετικό βαθμό
- (2014) ἐπίδοσιν : την κλητική ενικού αριθμού
- (2014) ἡγεμόνα : τη δοτική πληθυντικού αριθμού
- (2014) οἶμαι : το γ ́ ενικό πρόσωπο του παρατατικού
- (2014) ὑπέλαβον : το απαρέμφατο του αορίστου στην παθητική φωνή
- (2014) τοῖς παθοῦσι : τον ίδιο τύπο στον μέλλοντα
- (2014) ἔγνωσαν : το γ ́ ενικό πρόσωπο της ευκτικής στον ίδιο χρόνο
- (2014) γίγνεσθαι : τον ίδιο τύπο στον αόριστο β ́.
- (2014) πολλά : το επίρρημα στον θετικό βαθμό
- (2014) τούτου : την κλητική ενικού στο αρσενικό γένος
- (2014) τῷ μεγέθει : την αιτιατική πληθυντικού
- (2014) μεῖζον : την αιτιατική ενικού στο αρσενικό γένος στον θετικό βαθμό
- (2014) πατήρ : τη δοτική πληθυντικού αριθμού
- (2014) φεύξεσθαι : το απαρέμφατο του αορίστου β΄
- (2014) κατελείφθη : το γ ΄ ενικό της οριστικής παρακειμένου στην ίδια φωνή
- (2014) χρήσεσθαι : το γ ΄ πληθυντικό της ευκτικής του ενεστώτα
- (2014) ἔλαχον : το β ΄ πληθυντικό της προστακτικής του ενεστώτα στην ίδια φωνή
- (2014) ἐξαπατήσειν : το β ΄ ενικό της οριστικής παρατατικού στην ίδια φωνή.
- (2014) ἀπέλιπεν: το απαρέμφατο του παρακειμένου στην ίδια φωνή
- (2014) τοιούτων: την αιτιατική του πληθυντικού στο θηλυκό γένος
- (2014) προγόνων: την κλητική του ενικού
- (2014) οὐδείς: τη δοτική του πληθυντικού στο ίδιο γένος
- (2014) διήνεγκεν: το ίδιο πρόσωπο της υποτακτικής του ενεστώτα στην ίδια φωνή
- (2014) ἁπάσης: την ονομαστική του πληθυντικού στο ίδιο γένος
- (2014) κάλλιστα: τον ίδιο τύπο στο συγκριτικό βαθμό
- (2014) κτησάμενος: το β ΄ ενικό πρόσωπο στην προστακτική του ενεστώτα
- (2014) γήρως: την αιτιατική του ενικού
- (2014) μετασχεῖν: το β ΄ ενικό πρόσωπο στην προστακτική του ίδιου χρόνου στην ίδια φωνή.
- (2015) ἦν : το τρίτο ενικό πρόσωπο οριστικής μέλλοντα
- (2015) ἐλαχίστην : τη δοτική πληθυντικού του συγκριτικού βαθμού στο ίδιο γένος
- (2015) προσσχόντες : το πρώτο πληθυντικό πρόσωπο υποτακτικής του ίδιου χρόνου στην ίδια φωνή
- (2015) ἐπιπλέοντες : το δεύτερο πληθυντικό πρόσωπο προστακτικής του ίδιου χρόνου στην ίδια φωνή
- (2015) κατεστρέφοντο : το τρίτο ενικό πρόσωπο προστακτικής παρακειμένου στην ίδια φωνή
- (2015) μάλιστα : τον θετικό βαθμό διαρκῆ : την κλητική ενικού του αρσενικού γένους
- (2015) ἐκδήμους : τη δοτική πληθυντικού του θηλυκού γένους
- (2015) οὐδείς : τη γενική ενικού του θηλυκού γένους ἐξῇσαν : το απαρέμφατο του αορίστου β΄.
- (2015) ἐξῇσαν : το απαρέμφατο του αορίστου β΄.
- (2015) ἑκών : τη γενική πληθυντικού στο θηλυκό γένος
- (2015) ὁρῶ : το γ ́ πρόσωπο πληθυντικού της ευκτικής του ενεστώτα στην ίδια φωνή
- (2015) ναῦς : τη δοτική ενικού
- (2015) ἄμεινον : τον ίδιο τύπο στο θετικό βαθμό
- (2015) πλεούσαις : το β ́ πρόσωπο ενικού της οριστικής του παρατατικού στην ίδια φωνή
- (2015) ξυμφέρει : το β ́ πρόσωπο ενικού της προστακτικής του αορίστου β ́ στην ίδια φωνή
- (2015) ἀποχωρήσειεν : το απαρέμφατο του παρακειμένου στην ίδια φωνή
- (2015) διέκπλοι : την κλητική του ενικού
- (2015) ἅπερ : τη δοτική πληθυντικού στο θηλυκό γένος
- (2015) καθίστασθαι : το β ́ πρόσωπο ενικού της υποτακτικής του ενεστώτα στην ίδια φωνή.
- (2015) ἄνδρες: την κλητική του ενικού αριθμού
- (2015) δικασταί: τη γενική του ενικού αριθμού
- (2015) τοῖς βουλεύουσιν: τον αντίστοιχο τύπο στον παρακείμενο στην ίδια φωνή
- (2015) προσέχουσι: το β ́ ενικό πρόσωπο προστακτικής στον αόριστο β ́ στην ίδια φωνή
- (2015) οἷς: τη δοτική πληθυντικού αριθμού στο θηλυκό γένος
- (2015) ψήφῳ: την ίδια πτώση στον πληθυντικό αριθμό
- (2015) βελτίους: τη γενική του ενικού αριθμού στον θετικό βαθμό στο ίδιο γένος
- (2015) ἔσται: το β ́ πληθυντικό πρόσωπο στην οριστική του παρατατικού
- (2015) τολμᾶν: το β ́ πληθυντικό πρόσωπο στην ευκτική του ενεστώτα στην ίδια φωνή
- (2015) λέγειν: το α ́ ενικό πρόσωπο στην υποτακτική του αορίστου β ́ στην ίδια φωνή.
- (2016) ἔφην : το δεύτερο πρόσωπο πληθυντικού αριθμού προστακτικής ενεστώτα
- (2016) κτησάμενος : το δεύτερο πρόσωπο ενικού αριθμού οριστικής παρατατικού στη φωνή που βρίσκεται
- (2016) τις : τη γενική πληθυντικού αριθμού θηλυκού γένους
- (2016) εὐδαίμων : την κλητική ενικού αριθμού θηλυκού γένους
- (2016) ᾤμην : το τρίτο πρόσωπο ενικού αριθμού οριστικής αορίστου παθητικής φωνής
- (2016) φανήσεσθαι : το τρίτο πρόσωπο ενικού αριθμού προστακτικής παρακειμένου στην ίδια φωνή
- (2016) πάλαι : τον συγκριτικό βαθμό
- (2016) κήλησις : την κλητική ενικού αριθμού
- (2016) τυγχάνει : το τρίτο πρόσωπο πληθυντικού αριθμού ευκτικής β ́ αορίστου στην ίδια φωνή
- (2016) οὖσα : τον ίδιο τύπο στη δοτική πληθυντικού αριθμού του μέλλοντα.
- (2016) τῷ τιμωμένῳ : το δεύτερο πρόσωπο ενικού αριθμού προστακτικής ενεστώτα στην ίδια φωνή
- (2016) ἄρχειν : τον ίδιο τύπο του παρακειμένου μέσης φωνής
- (2016) ἑνός : τη δοτική ενικού αριθμού ουδετέρου γένους
- (2016) τόδε : τη δοτική πληθυντικού αριθμού θηλυκού γένους
- (2016) τυραννίδα : την κλητική ενικού αριθμού
- (2016) λαβεῖν : το απαρέμφατο παρακειμένου στην ίδια φωνή
- (2016) ἀφεῖναι : τον ίδιο τύπο του ενεστώτα στην ίδια φωνή
- (2016) ἀπολέσειαν : το δεύτερο πρόσωπο ενικού αριθμού υποτακτικής αορίστου β ́ μέσης φωνής
- (2016) σφῶν αὐτῶν : τη γενική ενικού αριθμού θηλυκού γένους στο πρώτο πρόσωπο
- (2016) οἰκήσειαν : το τρίτο πρόσωπο πληθυντικού αριθμού οριστικής παρατατικού στην ίδια φωνή.
- (2016) τάδ’: τη δοτική του πληθυντικού αριθμού στο ίδιο γένος
- (2016) πλῆθος: τη δοτική του ενικού αριθμού
- (2016) παρεσκευάσατο: το β ́ ενικό πρόσωπο της ευκτικής του ίδιου χρόνου στην ίδια φωνή
- (2016) οἱ στρατιῶται: τη γενική του ενικού αριθμού
- (2016) εἶεν: το γ ́ ενικό πρόσωπο της οριστικής του παρατατικού
- (2016) οὕστινας: την ονομαστική πληθυντικού στο ίδιο γένος
- (2016) ἐνέβαλε: τον αντίστοιχο τύπο του ενεστώτα στην ίδια φωνή
- (2016) ἄριστοι: την αιτιατική του ενικού στο αρσενικό γένος στον θετικό βαθμό
- (2016) γίγνοιντο: το γ ́ πληθυντικό πρόσωπο στην προστακτική του ίδιου χρόνου
- (2016) ἐψεύσθη: το απαρέμφατο του παρακειμένου στην ίδια φωνή.
- (2017) ἀναγιγνώσκῃ : το δεύτερο πρόσωπο ενικού αριθμού προστακτικής αορίστου β ́
- (2017) ἀπαριθμῶν : το τρίτο πρόσωπο πληθυντικού αριθμού ευκτικής ενεστώτα
- (2017) τοῖς ἀκούουσιν : το απαρέμφατο μέλλοντα
- (2017) μάλιστ’ : τον θετικό βαθμό
- (2017) φαίνεσθαι : το δεύτερο πρόσωπο πληθυντικού αριθμού υποτακτικής παθητικού αορίστου β ́
- (2017) ἐνεκάλουν : το τρίτο πρόσωπο πληθυντικού αριθμού ευκτικής ενεστώτα, στην ίδια φωνή
- (2017) ταχέως : ο ίδιος τύπος στον συγκριτικό βαθμό
- (2017) σφετέραν : ο ίδιος τύπος στο δεύτερο πρόσωπο
- (2017) σημῆναι : το τρίτο πρόσωπο ενικού αριθμού οριστικής μέλλοντα, στην ίδια φωνή
- (2017) τραπέσθαι : το απαρέμφατο παρακειμένου, στην ίδια φωνή
- (2018) ἀφωρισμένης : το τρίτο πρόσωπο ενικού αριθμού στην οριστική του παθητικού αορίστου
- (2018) ὑπέχειν : το δεύτερο πρόσωπο ενικού αριθμού στην προστακτική του αορίστου β ́ στην ίδια φωνή
- (2018) πολλῶν : τη δοτική πληθυντικού αριθμού του θηλυκού γένους στον υπερθετικό βαθμό
- (2018) δρῶσιν : τη γενική πληθυντικού αριθμού του αρσενικού γένους της μετοχής ενεστώτα στην ίδια φωνή
- (2018) ἐστιν : το τρίτο πρόσωπο πληθυντικού αριθμού στην οριστική του μέλλοντα
- (2018) ὑπέχειν : το δεύτερο πρόσωπο ενικού αριθμού στην προστακτική του αορίστου β’ της ίδιας φωνής
- (2018) πολλῶν : τη δοτική πληθυντικού αριθμού του θηλυκού γένους στον υπερθετικό βαθμό
- (2018) ἕξεως : τη δοτική πληθυντικού αριθμού
- (2018) ποιεῖν : το απαρέμφατο του μέλλοντα στην ίδια φωνή
- (2018) συνήθειαν : τη γενική πληθυντικού αριθμού
- (2018) λέξαι : τρίτο πρόσωπο πληθυντικού αριθμού, υποτακτικής αορίστου β’, ενεργητικής φωνής
- (2018) ὁμόφωνος : αιτιατική πληθυντικού αριθμού, θηλυκού γένους
- (2018) πίστις : δοτική ενικού αριθμού
- (2018) ψευδομένους : δεύτερο πρόσωπο προστακτικής παρακειμένου, μέσης φωνής