Ταξίδι χωρίς επιστροφή
Διδώ Σωτηρίου
Επισημάνσεις προς τον αναγνώστη
- Με κόκκινο υπογραμμίζονται τα σχήματα λόγου.
- Με μπλε ο ερμηνευτικός σχολιασμός του κειμένου.
- Με πράσινο τα αφηγηματικά στοιχεία.
- Με μωβ οι ενότητες και στα στοιχεία δομής.
- Με πορτοκαλί ο χαρακτηρισμός των προσώπων.
--------Ενότητα 1: Το νέο που έφερε ο Θείος Γιάγκος και η απόφαση να φύγουν για την Αθήνα--------
Δεν πρόλαβε ο θείος Γιάγκος να πάει το πρωί στο γραφείο του και νάτος ξαναγύρισε με την Τζένη Πολιτίδου.
— Ερμιόνη, είπε, με φωνή συγκινημένη μα αποφασιστική, το βράδυ αργά φεύγετε με το βαπόρι για τον Πειραιά. Τα σκεφθήκαμε τα πράματα με την Τζένη, και βρήκαμε πως έτσι θα είναι καλύτερα. O αδερφός μου ο Γεράσιμος κι εγώ θα μείνουμε μία δυο μέρες να ταχτοποιήσουμε τις δουλειές μας και μετά, αν χρειαστεί, θα 'ρθούμε κι εμείς.
Η θεία μου έχασε το χρώμα της.(μεταφορά)
— Γιάγκο, δε θα φύγω δίχως εσένα, ποτέ! Είναι λοιπόν τόσο άσχημη η κατάσταση;
O θείος κατέβασε το κεφάλι για να κρύψει την απελπισία του.
— Είναι, Ερμιόνη, δε σου το κρύβω. Όμως, υπάρχουν και ελπίδες, ακόμα, υπάρχουν… O Θεός είναι μεγάλος! Πάντως εσείς θα φύγετε σήμερα. Μην επιμένεις, μη με στενοχωρείς. Έχω ανάγκη να συγκεντρωθώ. Πρέπει να φύγω αμέσως για το εργοστάσιο. Εσύ πήγαινε στο σπίτι, αν νομίζεις πως χρειάζεται να πάρεις τίποτα.
Όταν έφυγε ο θείος Γιάγκος, η θεία μου έμεινε εκεί στη θέση της, απολιθωμένη, άβουλη, νεκρή. (μεταφορές) Ύστερα την έπιασε (μεταφορά) πάλι το στομάχι της κι άρχισε να κάνει εμετούς, όπως τότε στην καταστροφή την πρώτη, του Αϊντινιού. Για λίγη ώρα πάλευε αναποφάσιστη: «Να κατέβω στο σπίτι; να μην κατέβω;» (εσωτερικός μονόλογος). Στο τέλος είπε στη κυρα-Χρυσή να πάει εκείνη και να προσέξει να μαζέψει ό,τι πολυτιμότερο υπήρχε και να γεμίσει τις δυο πελώριες κασόνες που είχαμε για να κρύβουμε τα χειμωνιάτικα.
--------Ενότητα 2: Ο απαοχαιρετισμός με τη θεία και το ταξίδι προς το σπίτι της Αλίκης--------
— Πήγαινε κι εσύ, Αλίκη, μου είπε, ν’ αποχαιρετήσεις τη μητέρα και τον πατέρα σου. Γρήγορα, δεν έχουμε πολύν καιρό.
Έτρεξα να ντυθώ. Αισθανόμουν ανατριχίλες, σαστισμάρα και διάθεση να κλάψω. Σε λίγο μπήκε στο δωμάτιό μου η θεία Ερμιόνη. Στα χέρια της κρατούσε μια σακουλίτσα με λίρες.
— Αυτά, δώσε τα στη μητέρα σου, μου είπε, και πες της (εδώ η θεία μου μεταχειρίστηκε πληθυντικό) (σχόλιο) να τα φυλάξουν, να μην τα ξοδέψουν (ασύνδετο). Μόλις δουν πως πλησιάζουν οι Τούρκοι, να μπαρκάρουν με το πρώτο βαπόρι, με το πρώτο καΐκι. (ασύνδετο) Μη γελαστούν και ξενοιαστούν. Ακούς;
Εκείνη τη στιγμή μου φάνηκε πως άνοιξαν (παρομοίωση) δυο πελώρια παράθυρα και μπήκε φως, αέρας και ήλιος μέσα στην μικρή ψυχή μου που πνιγότανε (μεταφορά). Θα ήθελα να πέσω στην αγκαλιά της θείας Ερμιόνης και να της πω πόσο την είχα παρεξηγήσει και πόσο καλή ήταν (επανάληψη - πολυσύνδετο). Μα δεν υπήρχε καιρός (μεταφορά) για τέτοιες εκδηλώσεις. Γύρισα μόνο και την κοίταξα με μάτια δακρυσμένα και γεμάτα αγάπη (μεταφορά). Πήρα την πολύτιμη σακουλίτσα και την κυρα-Χρυσή και τρέξαμε για το σταθμό.
Σ’ όλη τη διαδρομή, καθώς (παρομοίωση) αγκομαχούσε (μεταφορά) το τρενάκι του Μπουτζάγια να φτάσει στη Σμύρνη, αγκομαχούσε (μεταφορά - επανάληψη) κι η καρδιά μου από αγωνία. Τα μάτια μου παίζανε (μεταφορά) νευρικά αρπάζοντας (προσωποποίηση) εκείνες τις όλο γαλήνη εικόνες του ήρεμου (μεταφορά) τοπίου: τα περιβόλια με τα δέντρα, που τα κλαριά τους γέρνανε ως κάτω απ’ τον πλούσιο καρπό, τα κοκκινόμαυρα χώματα, που ρουφούσαν ηδονικά (μεταφορά - προσωποποίηση) τα τρεχούμενα λαχταριστά (μεταφορά) νερά, τις αγελάδες και τ’ άλογα που αδιάφορα (προσωποποίηση) μασούλιζαν το αφράτο χορτάρι τους. Εδώ κι εκεί αμέριμνοι οι χωρικοί με τις κουνιστές τους βράκες, σκάλιζαν τη γης και όργωναν τ’ αμπέλια που θα πότιζαν αύριο με το χυμό τους το κέφι (μεταφορά) των εύθυμων Σμυρνιών, για να τραγουδούν και ν’ αγαπούνε…
Μέσα μου πάλευε (μεταφορά) η συγκίνηση με την οργή. Γιατί πάλι αυτή η αναταραχή κι η τρικυμία; (ρητορική ερώτηση) Γιατί οι άνθρωποι του τόπου μας έπρεπε να τρέχουν κυνηγημένοι και να σκοτώνονται. (ρητορική ερώτηση) Γιατί να καίγονται πάλι τα σπίτια τους και τα σπαρτά τους και οι ελπίδες (μεταφορά) τους; (ρητορική ερώτηση) Γιατί δε βρισκόταν ένας τρόπος να ζει ο καθένας στη γη των προγόνων του και να τη δουλεύει ήσυχα και καλά, είτε Τούρκος ήταν είτε Έλληνας; (ρητορική ερώτηση) Να ’ταν από Θεού δοσμένο τότε, δε θα ’ταν πόλεμος, θα ’ταν σεισμός, αστροπελέκι, πλημμύρα. Τούτη τη συμφορά ποιοι άνθρωποι να τη φτιάχναν και γιατί; (ρητορική ερώτηση)
--------Ενότητα 3: Το αισιόδοξο κλίμα στο σπίτι της Αλίκης--------
Όταν φτάσαμε στην οδό Μοσκώφ και είδα όλους τους δικούς μου μαζεμένους να τρώνε ξένοιαστοι, κάτι ξεσφίχτηκε (μεταφορά) μέσα μου. Κανείς εδώ δε φαινόταν ανήσυχος. Μήπως ήταν υπερβολικές οι ειδήσεις του θείου μου;
Η κυρα-Ευανθία σερβίριζε ένα μυρωδάτο μουσακά (οσφρητική εικόνα) και σουλήνες παραγεμιστές. Ρίχτηκα (μεταφορά) κι εγώ στο πιάτο μου κι άρχισα να τρώω τα γευστικά φαγητά της μητέρας και ν’ ακούω τ’ αστεία δυο καλεσμένων αξιωματικών που χαριεντίζονταν με τη Ριρή και τη θεία Ελένη. Την ώρα του καφέ ο πατέρας επέμενε να παίξει η Ριρή στο πιάνο το Τροβατόρε που τ’ αγαπούσε, ενώ εκείνη διαμαρτυρόταν.
— Ωχ, καλέ μπαμπά κι εσύ, με τις αρχαιολογίες σου!
Τα νοήματα που μου έκανε η κυρα-Χρυσή από την πόρτα, μου θύμισαν το σκοπό της επίσκεψής μου. Έσκυψα στ’ αυτί της μητέρας και της είπα:
— Μανούλα, πάμε έξω. Έχω κάτι πολύ σοβαρό να σου πω. Το υποκοριστικό δείχνει την τρυφερή σχέση μητέρας - κόρης.
Της εξήγησα όλα, όπως τ’ άκουσα, κι όπως μου τα είπε θεία Ερμιόνη και της έδωσα τη σακούλα με τις λίρες.
Μόλις μπήκε ο πατέρας, η μαμά έκρυψε αμέσως τα λεφτά. Η βιασύνη της εκείνη μ’ έκανε να καταλάβω πόσο είχε λείψει μεταξύ τους η εμπιστοσύνη. Η κίνηση της μητέρας να κρύψει τα χρηματα δείχνει την κακή σχέση εμπιστοσύνης που είχαν οι γονείς της μεταξύ τους.
— Τι συμβαίνει;, ρώτησε ο πατέρας.
Κοίταξα ερευνητικά τη μητέρα μου και ζήτησα να διαβάσω στα μάτια της τι έπρεπε να πω. Μα εκείνη βιάστηκε να του απαντήσει:
— Το παιδί φεύγει ταξίδι με τη θεία του και την οικογένεια τον Γεράσιμου.
— Μπα; και πως τώρα δα, στα καλά καθούμενα;
— Μα, ως λένε, δεν είναι κι εντελώς καλά καθούμενα. Κάτι, τα νέα απ’ το μέτωπο είναι άσχημα.
— Άσχημα; Όλο απαισιόδοξα τα βλέπει ο Γιάγκος. Μια θα υποχωρεί, μια θα προχωρεί ο στρατός μας. Αυτά μου λέγανε, τώρα ακριβώς, οι καλεσμένοι μας. Ας πάνε στο ταξιδάκι τους όμως οι άνθρωποι, και με το καλό να ξαναγυρίσουν.
--------Ενότητα 4: Η Αλίκη αποχαιρετά την οικογένειά της--------
Η αισιοδοξία όλου του κόσμου εκεί μέσα και η ευθυμία τους έκανε πολύ ευκολότερο τον αποχαιρετισμό μας. Τ’ αδέρφια μου με ζήλευαν που θα γνώριζα την Αθήνα κι όλοι μου παράγγελναν να τους φέρω κάτι για ενθύμιο.
Όταν βγήκα στην εξώπορτα, ξαναγύρισα και φίλησα πάλι τη μητέρα μου.
— Μανούλα, της είπα, μην ξεχάσεις. Όταν χρειαστεί με το πρώτο βαπόρι, με το πρώτο (επανάληψη) καΐκι... Ακούς; (ρητορική ερώτηση)
Καθώς διέσχιζα την οδό Μοσκώφ ένιωσα το ίδιο αίσθημα που είχα όταν μ’ έστελναν μακριά απ’ το σπίτι μου, με τη γκρίζα εκείνη βαλιτσούλα και τα σταχτιά σύννεφα στην καρδιά (μεταφορά). Θα γυρίσω τάχα ξανά στ’ αγαπημένα τούτα σοκάκια, αναλογίστηκα με συντριβή. (ρητορική ερώτηση) Θα ξαναδώ τη μητέρα μου; (ρητορική ερώτηση) Τι νέες βαριές (μεταφορά) εκπλήξεις μας φύλαγε (μεταφορά) το μέλλον; (ρητορική ερώτηση)
Δεν πρόλαβε ο θείος Γιάγκος να πάει το πρωί στο γραφείο του και νάτος ξαναγύρισε με την Τζένη Πολιτίδου.
— Ερμιόνη, είπε, με φωνή συγκινημένη μα αποφασιστική, το βράδυ αργά φεύγετε με το βαπόρι για τον Πειραιά. Τα σκεφθήκαμε τα πράματα με την Τζένη, και βρήκαμε πως έτσι θα είναι καλύτερα. O αδερφός μου ο Γεράσιμος κι εγώ θα μείνουμε μία δυο μέρες να ταχτοποιήσουμε τις δουλειές μας και μετά, αν χρειαστεί, θα 'ρθούμε κι εμείς.
Η θεία μου έχασε το χρώμα της.(μεταφορά)
— Γιάγκο, δε θα φύγω δίχως εσένα, ποτέ! Είναι λοιπόν τόσο άσχημη η κατάσταση;
O θείος κατέβασε το κεφάλι για να κρύψει την απελπισία του.
— Είναι, Ερμιόνη, δε σου το κρύβω. Όμως, υπάρχουν και ελπίδες, ακόμα, υπάρχουν… O Θεός είναι μεγάλος! Πάντως εσείς θα φύγετε σήμερα. Μην επιμένεις, μη με στενοχωρείς. Έχω ανάγκη να συγκεντρωθώ. Πρέπει να φύγω αμέσως για το εργοστάσιο. Εσύ πήγαινε στο σπίτι, αν νομίζεις πως χρειάζεται να πάρεις τίποτα.
Όταν έφυγε ο θείος Γιάγκος, η θεία μου έμεινε εκεί στη θέση της, απολιθωμένη, άβουλη, νεκρή. (μεταφορές) Ύστερα την έπιασε (μεταφορά) πάλι το στομάχι της κι άρχισε να κάνει εμετούς, όπως τότε στην καταστροφή την πρώτη, του Αϊντινιού. Για λίγη ώρα πάλευε αναποφάσιστη: «Να κατέβω στο σπίτι; να μην κατέβω;» (εσωτερικός μονόλογος). Στο τέλος είπε στη κυρα-Χρυσή να πάει εκείνη και να προσέξει να μαζέψει ό,τι πολυτιμότερο υπήρχε και να γεμίσει τις δυο πελώριες κασόνες που είχαμε για να κρύβουμε τα χειμωνιάτικα.
--------Ενότητα 2: Ο απαοχαιρετισμός με τη θεία και το ταξίδι προς το σπίτι της Αλίκης--------
— Πήγαινε κι εσύ, Αλίκη, μου είπε, ν’ αποχαιρετήσεις τη μητέρα και τον πατέρα σου. Γρήγορα, δεν έχουμε πολύν καιρό.
Έτρεξα να ντυθώ. Αισθανόμουν ανατριχίλες, σαστισμάρα και διάθεση να κλάψω. Σε λίγο μπήκε στο δωμάτιό μου η θεία Ερμιόνη. Στα χέρια της κρατούσε μια σακουλίτσα με λίρες.
— Αυτά, δώσε τα στη μητέρα σου, μου είπε, και πες της (εδώ η θεία μου μεταχειρίστηκε πληθυντικό) (σχόλιο) να τα φυλάξουν, να μην τα ξοδέψουν (ασύνδετο). Μόλις δουν πως πλησιάζουν οι Τούρκοι, να μπαρκάρουν με το πρώτο βαπόρι, με το πρώτο καΐκι. (ασύνδετο) Μη γελαστούν και ξενοιαστούν. Ακούς;
Εκείνη τη στιγμή μου φάνηκε πως άνοιξαν (παρομοίωση) δυο πελώρια παράθυρα και μπήκε φως, αέρας και ήλιος μέσα στην μικρή ψυχή μου που πνιγότανε (μεταφορά). Θα ήθελα να πέσω στην αγκαλιά της θείας Ερμιόνης και να της πω πόσο την είχα παρεξηγήσει και πόσο καλή ήταν (επανάληψη - πολυσύνδετο). Μα δεν υπήρχε καιρός (μεταφορά) για τέτοιες εκδηλώσεις. Γύρισα μόνο και την κοίταξα με μάτια δακρυσμένα και γεμάτα αγάπη (μεταφορά). Πήρα την πολύτιμη σακουλίτσα και την κυρα-Χρυσή και τρέξαμε για το σταθμό.
Σ’ όλη τη διαδρομή, καθώς (παρομοίωση) αγκομαχούσε (μεταφορά) το τρενάκι του Μπουτζάγια να φτάσει στη Σμύρνη, αγκομαχούσε (μεταφορά - επανάληψη) κι η καρδιά μου από αγωνία. Τα μάτια μου παίζανε (μεταφορά) νευρικά αρπάζοντας (προσωποποίηση) εκείνες τις όλο γαλήνη εικόνες του ήρεμου (μεταφορά) τοπίου: τα περιβόλια με τα δέντρα, που τα κλαριά τους γέρνανε ως κάτω απ’ τον πλούσιο καρπό, τα κοκκινόμαυρα χώματα, που ρουφούσαν ηδονικά (μεταφορά - προσωποποίηση) τα τρεχούμενα λαχταριστά (μεταφορά) νερά, τις αγελάδες και τ’ άλογα που αδιάφορα (προσωποποίηση) μασούλιζαν το αφράτο χορτάρι τους. Εδώ κι εκεί αμέριμνοι οι χωρικοί με τις κουνιστές τους βράκες, σκάλιζαν τη γης και όργωναν τ’ αμπέλια που θα πότιζαν αύριο με το χυμό τους το κέφι (μεταφορά) των εύθυμων Σμυρνιών, για να τραγουδούν και ν’ αγαπούνε…
Μέσα μου πάλευε (μεταφορά) η συγκίνηση με την οργή. Γιατί πάλι αυτή η αναταραχή κι η τρικυμία; (ρητορική ερώτηση) Γιατί οι άνθρωποι του τόπου μας έπρεπε να τρέχουν κυνηγημένοι και να σκοτώνονται. (ρητορική ερώτηση) Γιατί να καίγονται πάλι τα σπίτια τους και τα σπαρτά τους και οι ελπίδες (μεταφορά) τους; (ρητορική ερώτηση) Γιατί δε βρισκόταν ένας τρόπος να ζει ο καθένας στη γη των προγόνων του και να τη δουλεύει ήσυχα και καλά, είτε Τούρκος ήταν είτε Έλληνας; (ρητορική ερώτηση) Να ’ταν από Θεού δοσμένο τότε, δε θα ’ταν πόλεμος, θα ’ταν σεισμός, αστροπελέκι, πλημμύρα. Τούτη τη συμφορά ποιοι άνθρωποι να τη φτιάχναν και γιατί; (ρητορική ερώτηση)
--------Ενότητα 3: Το αισιόδοξο κλίμα στο σπίτι της Αλίκης--------
Όταν φτάσαμε στην οδό Μοσκώφ και είδα όλους τους δικούς μου μαζεμένους να τρώνε ξένοιαστοι, κάτι ξεσφίχτηκε (μεταφορά) μέσα μου. Κανείς εδώ δε φαινόταν ανήσυχος. Μήπως ήταν υπερβολικές οι ειδήσεις του θείου μου;
Η κυρα-Ευανθία σερβίριζε ένα μυρωδάτο μουσακά (οσφρητική εικόνα) και σουλήνες παραγεμιστές. Ρίχτηκα (μεταφορά) κι εγώ στο πιάτο μου κι άρχισα να τρώω τα γευστικά φαγητά της μητέρας και ν’ ακούω τ’ αστεία δυο καλεσμένων αξιωματικών που χαριεντίζονταν με τη Ριρή και τη θεία Ελένη. Την ώρα του καφέ ο πατέρας επέμενε να παίξει η Ριρή στο πιάνο το Τροβατόρε που τ’ αγαπούσε, ενώ εκείνη διαμαρτυρόταν.
— Ωχ, καλέ μπαμπά κι εσύ, με τις αρχαιολογίες σου!
Τα νοήματα που μου έκανε η κυρα-Χρυσή από την πόρτα, μου θύμισαν το σκοπό της επίσκεψής μου. Έσκυψα στ’ αυτί της μητέρας και της είπα:
— Μανούλα, πάμε έξω. Έχω κάτι πολύ σοβαρό να σου πω. Το υποκοριστικό δείχνει την τρυφερή σχέση μητέρας - κόρης.
Της εξήγησα όλα, όπως τ’ άκουσα, κι όπως μου τα είπε θεία Ερμιόνη και της έδωσα τη σακούλα με τις λίρες.
Μόλις μπήκε ο πατέρας, η μαμά έκρυψε αμέσως τα λεφτά. Η βιασύνη της εκείνη μ’ έκανε να καταλάβω πόσο είχε λείψει μεταξύ τους η εμπιστοσύνη. Η κίνηση της μητέρας να κρύψει τα χρηματα δείχνει την κακή σχέση εμπιστοσύνης που είχαν οι γονείς της μεταξύ τους.
— Τι συμβαίνει;, ρώτησε ο πατέρας.
Κοίταξα ερευνητικά τη μητέρα μου και ζήτησα να διαβάσω στα μάτια της τι έπρεπε να πω. Μα εκείνη βιάστηκε να του απαντήσει:
— Το παιδί φεύγει ταξίδι με τη θεία του και την οικογένεια τον Γεράσιμου.
— Μπα; και πως τώρα δα, στα καλά καθούμενα;
— Μα, ως λένε, δεν είναι κι εντελώς καλά καθούμενα. Κάτι, τα νέα απ’ το μέτωπο είναι άσχημα.
— Άσχημα; Όλο απαισιόδοξα τα βλέπει ο Γιάγκος. Μια θα υποχωρεί, μια θα προχωρεί ο στρατός μας. Αυτά μου λέγανε, τώρα ακριβώς, οι καλεσμένοι μας. Ας πάνε στο ταξιδάκι τους όμως οι άνθρωποι, και με το καλό να ξαναγυρίσουν.
--------Ενότητα 4: Η Αλίκη αποχαιρετά την οικογένειά της--------
Η αισιοδοξία όλου του κόσμου εκεί μέσα και η ευθυμία τους έκανε πολύ ευκολότερο τον αποχαιρετισμό μας. Τ’ αδέρφια μου με ζήλευαν που θα γνώριζα την Αθήνα κι όλοι μου παράγγελναν να τους φέρω κάτι για ενθύμιο.
Όταν βγήκα στην εξώπορτα, ξαναγύρισα και φίλησα πάλι τη μητέρα μου.
— Μανούλα, της είπα, μην ξεχάσεις. Όταν χρειαστεί με το πρώτο βαπόρι, με το πρώτο (επανάληψη) καΐκι... Ακούς; (ρητορική ερώτηση)
Καθώς διέσχιζα την οδό Μοσκώφ ένιωσα το ίδιο αίσθημα που είχα όταν μ’ έστελναν μακριά απ’ το σπίτι μου, με τη γκρίζα εκείνη βαλιτσούλα και τα σταχτιά σύννεφα στην καρδιά (μεταφορά). Θα γυρίσω τάχα ξανά στ’ αγαπημένα τούτα σοκάκια, αναλογίστηκα με συντριβή. (ρητορική ερώτηση) Θα ξαναδώ τη μητέρα μου; (ρητορική ερώτηση) Τι νέες βαριές (μεταφορά) εκπλήξεις μας φύλαγε (μεταφορά) το μέλλον; (ρητορική ερώτηση)
Σχολιασμός περιεχομένου:
Θεματικά κέντρα:
Χαρακτηρισμός Αλίκης:
Συναισθήματα Αλίκης:
Θείος Γιάγκος:
Θεία Ερμιόνη:
Μητέρα Αλίκης:
Πατέρας Αλίκης:
Αδέλφια Αλίκη:
Αξιωματικοί:
Το αντιπολεμικό μήνυμα τονίζεται από:
Αφήγηση:
- Η ζωή που ζούσαν οι έλληνες της Μικράς Ασίας πριν την καταστροφή του 1922.
- Τα συναισθήματα των ανθρώπων που εκδιώκονται ξαφνικά από την πατρίδα τους.
- Οι συνέπειες του πολέμου.
Χαρακτηρισμός Αλίκης:
- Αντιμετωπίζει με ψυχραιμία τη δύσκολη κατάσταση.
- Αν και έφηβη είναι σε θέση να αναγνωρίσει τη σοβαρότητα της κατάστασης και να δράσει κατάλληλα.
- Αντιμέτωπη με μια επικείμενη καταστροφή που της δημιουργεί φόβο για το μέλλον, μετανιώνει για τη σκληρή στάση που είχε κρατήσει απέναντι στη θεία της.
- Είναι σε θέση να αναγνωρίσει το λάθος της (το ότι είχε αδικήσει τη θεία της) και να αναθεωρήσει την εικόνα που είχε γι' αυτή - Είναι ένα παιδί ανοιχτόμυαλο, έξυπνο, ειλικρινές.
- Είναι ευαίσθητη και επηρεάζεται από την ξαφνική ανατροπή που φέρνει ο πόλεμος.
- Εκφράζει έντονα αντιπολεμικά συναισθήματα είναι θυμωμένη και αγανακτεί με την ματαιότητα του πολέμου και τη σκληρότητα των ανθρώπων.
- Παίρνει θάρρος από τους γονείς της.
- Είναι παρατηρητική και οξυδερκής καθώς αντιλαμβάνεται αμέσως την έλλειψη εμπιστοσύνης ανάμεσα στους γονείς της.
Συναισθήματα Αλίκης:
- Ανατριχίλες, σαστισμάρα και διάθεση να κλάψει - φοβάται.
- Συγκινείται με την κίνηση της θείας της.
- Στο ταξίδι: ανάμεικτα συναισθήματα. Νιώθει αγανάκτηση, θυμό, οργή για τον πόλεμο. Νιώθει συγκίνηση για το ειρηνικό τοπίο και για τον τόπο της που τον αφήνει.
- Το αισιόδοξο κλίμα στο σπίτι της την αποφορτίζει κάπως από την ένταση που νιώθει, αλλά παροδικά.
- Είναι συγκινημένη που αφήνει το σπίτι της.
- Νιώθει πόνο, φόβο και αγωνία.
Θείος Γιάγκος:
- Προνοητικός
- Φροντίζει πρώτα για την οικογένειά του και μετά για τον ίδιο.
- Αποφασιστικός
Θεία Ερμιόνη:
- Αρχικά πανικοβάλεται και χάνει την ψυχραιμία της.
- Γρήγορα όμως ανασυγκροτείται και φανερώνει έναν χαρκατήρα αποφασιστικό, αποτελεσματικό και γενναιόδωρο.
Μητέρα Αλίκης:
- Είναι ανήσυχη και φοβισμένη, χωρίς όμως να δείχνει ιδιαίτερη αποφασιστικότητα.
- Δεν έχει εμπιστοσύνη στον άντρα της.
Πατέρας Αλίκης:
- Είναι αισιόδοξος, χαρούμενος, δεν ανησυχεί για τα νέα του πολέμου.
- Δεν είναι σε θέση να αξιολογήσει την κρισιμότητα της κατάστασης και γι' αυτό φέρεται με επιπολαιότητα.
Αδέλφια Αλίκη:
- Χαρούμενα.
- Ζητούν από την Αλίκη δώρα από το ταξίδι που θα πάει.
- Δεν έχουν επαφή με την κρισιμότητα της κατάστασης.
Αξιωματικοί:
- Δεν έχουν επαφή με την κρισιμότητα της κατάστασης.
- Είναι ανεύθυνοι και επιπόλαιοι.
Το αντιπολεμικό μήνυμα τονίζεται από:
- Τις ρητορικές ερωτήσεις που κάνει η Αλίκη στο ταξίδι προς το σπίτι της: αναρωτιέται για τις αιτίες του πολέμου, τα κίνητρα των ανθρώπων και τη σκληρότητά τους.
- Την εικόνα του ήρεμου τοπίο στην διαδρομή προς το σπίτι που δημιουργεί έντονη αντίθεση με την προοπτική του πολέμου που έρχεται και θα καταστρέψει τα πάντα στο πέρασμά του.
- Τα σχήματα λόγου που χρησιμοποιεί η συγγραφέας για να εκφράσει τις εσωτερικές σκέψεις της Αλίκης: μεταφορές, προσωποποιήσεις, παρομοίωση, ρητορικές ερωτήσεις, εικόνες - δίνουν στο κείμενο ένταση, δραματικότητα.
- Η Αλίκη είναι ένα νέο κορίτσι που έχει όλη τη ζωή μπροστά της. Η ηλικία στην οποία βρίσκεται συμβολίζει την αισιοδοξία, την πρόοδο, την καινοτομία. Επομένως καθώς τοποθετούνται στα δικά της χείλη οι προβληματισμοί για τον παραλογισμό του πολέμου αποκτούν μια ιδιαίτερη ένταση.
Αφήγηση:
- Πρωτοπρόσωπη
- Ομοδιηγητικός αφηγητής.
- Απλή δημοτική της εποχής με μικρασιατικά στοιχεία (σουλήνες, κασόνες, Αϊντινιού).
- Διάλογοι: ζωντάνια, παραστατικότητα
- Εκφραστικά μέσα: γλαφυρότητα
- Εξομολογητικό.