Βιβλίο 3. Κεφάλαιο 75.
Ομόρριζα
- ἐπιγιγνομένῃ [< γίγνομαι] → γένος, γενιά, γένεση, γεγονός, γόνος, γονιός, γενετική, γενέθλια, γενικεύω, αγενής, οικογένεια, άγονος, οξυγόνο, (εξω-, ιθα-, ενδο-, ετερο-, ομο-)γενής, γενικά.
- στρατηγὸς [< στρατός + ἄγω] → (κατα-, περί-, ανα-, απα-, δια-, προσ-, εισ-, παρα-)αγωγή, ανάγωγος, αγώγιμος, αγωνιστής, αγρότης, αγρός, ψυχαγωγία, αγέλη, άξονας.
- παραγίγνεται [< παρά + γίγνομαι] → βλ. γίγνομαι
- βοηθῶν [< βοηθῶ< βοῶ] → βοή, βουητό, βουίζω, διαβόητος, περιβόητος, οχλοβοή, βοήθεια, βοήθημα, βοηθητικός, βοηθώ.
- ναυσὶ [< ναῦς] → ναυπηγείο, αργοναύτης, νηοπομπή, ναύτης, ναυαγός, ναύαρχος.
- ὁπλίταις [< ἕπομαι] → επόμενος, οπαδός, όπλο.
- ξύμβασίν [< σύν + βαίνω] → κατεβαίνω, ανεβαίνω, ανάβαση, επιβάτης, διαβατήριο, βαδίζω, βάδισμα, αδιάβατος, έκβαση, συγκατάβαση, βωμός.
- ἔπρασσε [< πράττω] → πράξη, πράγμα, πράκτορας, πρακτικό, πραγματεία, απραξία, έμπρακτος, είσπραξη, διαπράττω, δυσπραγία.
- πείθει [< πείθω] → πείσμα, πειστικός, πειθαρχώ, πίστη, πιστός, απιστία, εμπιστοσύνη, πειστήριο, πιθανός, πεποίθηση.
- ξυγχωρῆσαι [< σύν + χωρῶ < χῶρος] → χώρος, χωρίζω, χωράφι, χωριάτης, χωρατό, (ανα-, εκ-, παρα-, κατά-, προ-, συν-)χωρώ, στεναχώρια, χωροφύλακας, ενδοχώρα.
- ἄνδρας [< ἀνήρ] → ανδρειωμένος, ανδριάντας, ανανδρία, ανδροκρατία, παντρεύομαι.
- αἰτιωτάτους [< αἰτῶ] → απαίτηση, αιτία, παραίτηση, εξαίσιος, υπαίτιος, απαιτητικός, εξαιτίας, επαίτης, απαίσιος, αιτιολογώ, αισιόδοξος, αισιοδοξία.
- κρῖναι [< κρίνω] → πρόκριση, απόκριση, κρίση, διάκριση, έγκριση, υποκριτής, ειλικρινής, ανάκριση.
- ἔμειναν [< μένω] → μόνιμος, μονή, (ανα-, δια-, παρα-, επι-, προς-, εν-)μονή.
- οἰκεῖν [< οἶκος] → άποικος, ενοίκιο, συνοικία, οικοδομή, οικόπεδο, διοικητής, κατοικώ, νοικοκύρης, οικονομία, οικείος.
- ποιησαμένους [< ποιῶ] → ποίημα, ποιητής, ποιητικός, ειδοποιώ, παραποιώ, δραστηριοποίηση.
- ἐχθροὺς [< ἔχθος] → έχθρα, εχθρός, απεχθής, εχθροπραξία, ειδεχθής.
- φίλους [< φιλῶ] → φιλί, φιλώ, φιλικός, φίλτρο, συμφιλίωση, ομοφυλόφιλος, φιλόλογος, (ειρηνο-, νεκρο-, μουσικο-, θεατρο- ξενο-)φιλία, φίλαθλος, φιλελεύθερος, φιλοσοφία, φιλότιμο.
- νομίζειν [< νομίζω< νέμω] → νόμος, νόμισμα, (από-, δια-, κατα-)νέμω, υπόνομος, άνομος, αυτονομία, κληρονομιά, οικονομία, νομάρχης, νομοθέτης.
- πράξας [< πράττω] → βλ. πράττω
- ἀποπλεύσεσθαι [< ἀπό + πλέω] → επιπλέω, απόπλους, διαπλέω, πλεούμενο, πλεύση, πλοίο, πλωτός.
- δήμου [< δῆμος] → δέον, δεοντολογία, υποδεέστερος, δέομαι, δέηση.
- προστάται [< πρός + τάττω] → (δια-, ανα-, πρό-, κατά-, επί-, αντί-, μετά-)ταξη, τάξη, τακτικός, προσταγή, σύνταξη, υποτακτικός, ένταξη, εντάξει, επιταγή.
- πείθουσιν [< πείθω] → βλ. πείθω
- καταλιπεῖν [< κατά + λείπω] → λείψανο, λοιπόν, διάλειμμα, έλλειμμα, έλλειψη, κατάλοιπο, ελλιπής, λειψυδρία, λιποθυμία, λιποτάκτης, λιπόσαρκος, παραλείπω, έκλειψη, υπόλοιπο.
- κινήσει [< κινῶ] → κίνημα, κίνηση, κινητήρας, ακίνητος, μετακινώ, συγκίνηση, (παρα-, δια-, προς-, εκ-, υπο-, συν-, ξε-)κινώ, κινηματογράφος.
- πληρώσαντες [< πίμπλημι] → πληρώνω, πλήρωμα, πλήθος, πληθώρα, πολύς, πολλαπλός, πολλαπλάσιος, πλέον, πλειονότητα, πλημμύρα, πιο, αναπληρώνω, εκπλήρωση, πλειστηριασμός, απληστία, πληρεξούσιος, πλησμονή, έμπλεος.
- ξυμπέμψειν [< συν + πέμπω] → πομπή, εκπέμπω, εκπομπή, παραπέμπω, πομπός, διαπόμπευση.
- κατέλεγον [< κατά + λέγω] → (προ-, δια-, κατα-, επί-, αντί-, ανά-, παρά-)λογος, συλλογή, κατάλογος, εκλογές, εκλεκτός, νεοσύλλεκτος, υπολογιστής, λογικός, λόγιος, λογογράφος, λογομαχία, λέξη, δυσλεξία, ρήμα, ρήση, ρήτορας, απόρρητος, ρητός, έπος, επικός.
- δείσαντες [< δείδω] → δέος, άδεια, άδειος, δεινός, δεινότητα, δειλός, δειλία, επιδείνωση, αδειούχος, θρασύδειλος, δεισιδαίμων, δειλινό.
- ἀποπεμφθῶσι [< ἀπό + πέμπω] → βλ. πέμπω
- καθίζουσιν [< ἀνήρ] → καθίζω, κάθισμα, έδαφος, έδρα, εδραιώνω, εδώλιο, έφεδρος, ιδρύω, πρόεδρος, συνέδριο, κατεδάφιση, ζαρώνω, ζάρα.
- ἀνίστη [< ἀνά + ἵστημι] → (από-, ανά-, επανά-, αντί- έκ-, σύ-, κατά-, διά-, παρά-)σταση, επιστήμη, προϊστάμενος, στάση, ευσταθής, πανεπιστήμιο, επιστητό.
- παρεμυθεῖτο [< παρά + μῦθος] → παραμύθι, μυθολογία, μυθικός, αμύθητος, επιμύθιο, στιχομυθία, μυθιστόρημα.
- ἔπειθεν [< πείθω] → βλ. πείθω
- ὁπλισθεὶς [< ἕπομαι] → βλ. ἕπομαι
- προφάσει [< πρό + φαίνω] → φαινόμενο, φανάρι, φαντασία, φως, φωτίζω, φωτεινός, φαεινός, φαιδρός, άφαντος, εξαφάνιση, απόφαση, διαφανής, έμφαση, προφανής, ξέφωτο, διαφωτισμός, ξεφάντωση, αληθοφανής, φάση, φωτοτυπικό, φάντασμα.
- διανοουμένων [< διά + νοοῦμαι] → νόηση, νοήμων, νόημα, νοερός, ανόητος, (δια-, επι-, κατά-, προ-, εν-, παρα-, κατά-)νόηση, διχόνοια, υπόνοια, προνοώ, νουθεσία, έννοια, εύνοια, οξύνοια.
- ξυμπλεῖν [< συν + πλέω] → επιπλέω, απόπλους, διαπλέω, πλεούμενο, πλεύση, πλοίο, πλωτός.
- ἀπιστίᾳ [< ἀ + πείθω] → πείθω, πείσμα, πειστικός, πειθαρχώ, πίστη, πιστός, απιστία, εμπιστοσύνη, πειστήριο, πιθανός, πεποίθηση.
- ὅπλα [< ἕπομαι] → βλ. ἕπομαι
- οἰκιῶν [< οἶκος] → βλ. οἶκος
- ἔλαβε [< λαμβάνω] → προσλαμβάνω, πρόσληψη, απολαμβάνω, απολαβή, λαβή, πρόληψη, προληπτικός, δίλημμα, προλαβαίνω.
- ἐπέτυχον [< ἐπί + τυγχάνω] → τύχη, τυχερός, τυχαίος, επιτυχία, αποτυχία, ατύχημα, δυστυχής, πρόστυχος.
- διέφθειραν [< διά + φθείρω] → φθορά, φθόριο, ψείρα, άφθαρτος, διαφθείρω.
- ὁρῶντες [< ὁρῶ] → όραση, ενόραση, ορατός, διορατικός, όψη, κάτοψη, πρόσοψη, ιδέα, είδος, είδωλο, ιδεολογία, εφορία, οπτικός, κάτοπτρο, εποπτεύω, οπή, οφθαλμός.
- γιγνόμενα [< γίγνομαι] → βλ. γίγνομαι
- καθίζουσιν [< κατά + ἕζομαι] → βλ. ἕζομαι
- ἱκέται [< ἵκω] → άφιξη, ικέτης, ικετεύω, ικεσία, εφικτός, ικανός, προίκα.
- ἐλάσσους [< μικρός] → μικρός, μικρότητα, μικρόβιο.
- δείσας [< δείδω ] → βλ. δείδω
- νεωτερίσωσιν [< νέος] → νερό, ξενερώνω, νερομπογιά, νεροχύτης, νωπός, ανανέωση, νιάτα, νεολαία, νεαρός.
- ἀνίστησί [< ἀνά + ἵστημι] → βλ. ἵστημι
- πείσας [< πείθω] → βλ.πείθω
- διακομίζει [< διά + κομίζω] → κόμιστρο, κάνω, κάμωμα, μετακόμηση, ακαμάτης, γεροκομείο, βρεφοκομείο, δασοκόμος, συγκομιδή.
- ἐπιτήδεια [< ἐπίτηδες < ἐπί τάδε ή τῇδε] → επίτηδες, επιτήδευση, ανεπιτήδειος, επιτηδευμένος.
- διεπέμπετο [< διά + πέμπομαι] → πέμπω
Ασκήσεις της τράπεζας θεμάτων
§ 75
- ἐπιγιγνομένη, βοηθῶν, ἔπρασσε, πείθει, ἔμειναν: Να γράψετε από µία ομόρριζη λέξη, απλή ή σύνθετη, της αρχαίας ή της νέας ελληνικής γλώσσας για καθεμία από τις παραπάνω λέξεις του κειμένου.
- Να σχηματίσετε από τους παρακάτω ρηματικούς τύπους ένα ομόρριζο ουσιαστικό (απλό ή σύνθετο) της αρχαίας ελληνικής γλώσσας, χρησιμοποιώντας την κατάληξη που σας δίνεται:
- κρῖναι (-ής) →
- πληρώσαντες (-μα) →
- κατέλεγον (-ος) →
- ἀνίστη (-ις) →
- ξυμπέμψειν (-ή) →
- κρῖναι (-ής) →
- κριτής, κρίσις, πρᾶγμα, πράκτωρ, πρᾶξις: Να κατατάξετε τις παραπάνω ομόρριζες προς τους ρηματικούς τύπους κρῖναι και ἒπρασσε λέξεις της αρχαίας ελληνικής γλώσσας στην κατάλληλη στήλη, ανάλογα µε το τι σημαίνει η καθεμία: ενέργεια ή κατάσταση / πρόσωπο που ενεργεί / αποτέλεσμα ενέργειας.
- Στρατηγός, ξύµβασις, φίλος, προστάτης, κίνησις: Να γράψετε για καθεµία από τις παραπάνω λέξεις του κειµένου ένα οµόρριζο ρήµα της αρχαίας ελληνικής γλώσσας.
- Νεώριο, δηµότης, µελλοντικός, πειστικός, αποποµπή: Να συνδέσετε τις παραπάνω λέξεις της νέας ελληνικής γλώσσας µε τις λέξεις του κειµένου µε τις οποίες έχουν ετυµολογική συγγένεια.
- Να συνδέσετε κάθε λέξη της Α΄ στήλης µε τη σηµασία της στη Β΄ στήλη (δύο στοιχεία της Β΄ στήλης περισσεύουν
- Στήλη Α': ξύμβασις - ξυγχωρῶ - παραμυθοῦμαι - πρόφασις - δέδοικα
- Στήλη Β': συμφωνώ, συναινώ - παρηγορώ, καθησυχάζω - φοβούμαι - παραδίδω - συμφωνία, συνθήκη - φανέρωση - δικαιολογία
- Στήλη Α': ξύμβασις - ξυγχωρῶ - παραμυθοῦμαι - πρόφασις - δέδοικα
- Ποιησαμένους, πράξας, καταλιπεῖν, πληρώσαντες, ἔλαβε: Να γράψετε από μία ομόρριζη λέξη, απλή ή σύνθετη, της αρχαίας ή της νέας ελληνικής γλώσσας για καθεμία από τις παραπάνω λέξεις του κειμένου.
- Νόηση, ανισότητα, πομπός, κατοικία, προσποίηση: Να συνδέσετε τις παραπάνω λέξεις της νέας ελληνικής γλώσσας µε τις λέξεις του κειμένου με τις οποίες έχουν ετυμολογική συγγένεια.
- Οἰκία: Να γράψετε στη νέα ελληνική γλώσσα πέντε σύνθετα ουσιαστικά ή επίθετα ομόρριζα µε τη λέξη οἰκία και να σχηματίσετε με καθένα από αυτά μια πρόταση.
- Επιμύθιο, κάθισμα, εκπομπή, αδιανόητος, ανθυγιεινός: Να συνδέσετε τις παραπάνω λέξεις της νέας ελληνικής γλώσσας µε τις λέξεις του κειμένου με τις οποίες έχουν ετυμολογική συγγένεια.
- Πείθουσιν, κατέλεγον, ἐπέτυχον, ἐκώλυσε, διέφθειραν: Να γράψετε από μία ομόρριζη λέξη, απλή ή σύνθετη, της αρχαίας ή της νέας ελληνικής γλώσσας για καθεμία από τις παραπάνω λέξεις του κειμένου.
- Να συνδέσετε κάθε λέξη της Α΄ στήλης με την αντώνυμή της στη Β΄ στήλη (δύο λέξεις της Β΄ στήλης περισσεύουν):
- Στήλη Α': αἲτιος - ἐχθρός - ἴσος - καθίζω - πληρῶ
- Στήλη Β': ἀνίστημι - κενῶ - καινῶ - ἄνισος - φίλος - ἐναντίος - ἀναίτιος
- Στήλη Α': αἲτιος - ἐχθρός - ἴσος - καθίζω - πληρῶ
- Πιθανός, ελλιπής, πομπός, κατάληψη, προσποίηση: Να συνδέσετε τις παραπάνω λέξεις της νέας ελληνικής γλώσσας με τις λέξεις του κειμένου με τις οποίες έχουν ετυμολογική συγγένεια
- Να συµπληρώσετε τα κενά των παρακάτω προτάσεων µε λέξεις (απλές ή σύνθετες) της νέας ελληνικής γλώσσας, οµόρριζες των ρηµάτων που δίνονται σε παρένθεση.
- Κέρασε όλους τους φίλους για την………………στις εξετάσεις. (ἐπιτυγχάνω).
- Παρά την επιχειρηµατολογία του, τελικά δεν ήταν ιδιαίτερα……………… , γι' αυτό και η πρότασή του απορρίφθηκε (πείθω. )
- Η .........................του δράστη προκάλεσε ανακούφιση στους κατοίκους της περιοχής, όπου γίνονταν οι κλοπές (λαµβάνω).
- Τα τελευταία χρόνια υπάρχουν πολλές περιπτώσεις ………… στη δηµόσια ζωή της χώρας (διαφθείρω).
- ∆εν ήταν συνεπής στην ………………των υποσχέσεών του προς τους γονείς του (πληρῶ).
- Κέρασε όλους τους φίλους για την………………στις εξετάσεις. (ἐπιτυγχάνω).
- Να γράψετε από ένα οµόρριζο ουσιαστικό και επίθετο (απλό ή σύνθετο) της αρχαίας ή της νέας ελληνικής γλώσσας για καθεµιά από τις λέξεις της στήλης.
- πείθουσιν
- οὶκεῖν
- φίλους
- ἀνίστη
- δήμου
- πείθουσιν
- λῆμμα, λήπτης, πρᾶγμα, πράκτωρ, πρᾶξις: Να κατατάξετε τις παραπάνω ομόρριζες προς τους ρηματικούς τύπους ἔλαβε και πράξας λέξεις της αρχαίας ελληνικής γλώσσας στην κατάλληλη στήλη, ανάλογα µε το τι σημαίνει η καθεμία: ενέργεια ή κατάσταση / πρόσωπο που ενεργεί / αποτέλεσμα ενέργειας
- ἱκέτης, προστάτης, κίνησις, ὑγιής, ἀπιστία: Να γράψετε για καθεμία από τις παραπάνω λέξεις του κειμένου ένα ομόρριζο ρήμα της αρχαίας ελληνικής γλώσσας.
- Ναυτικός, δημότης, μελλοντικός, εμπιστοσύνη, αποπομπή: Να συνδέσετε τις παραπάνω λέξεις της νέας ελληνικής γλώσσας με τις λέξεις του κειμένου με τις οποίες έχουν ετυμολογική συγγένεια.
- Καταλείπω, ἀνίστημι, διανοοῦμαι, ἐπιτυγχάνω, διαπέμπομαι Να αναλύσετε τις παραπάνω σύνθετες λέξεις του κειμένου στα συνθετικά τους.
- Να συνδέσετε κάθε λέξη-φράση της Α΄ στήλης με τη σημασία τους στη Β΄ στήλη (δύο στοιχεία της Β΄ στήλης περισσεύουν):
- Στήλη Α': ἐκεῖσε - ξυγχωρῶ - πρόφασις - παραμυθοῦμαι - δέδοικα
- Στήλη Β': συμφωνώ, συναινώ - παρηγορώ, καθησυχάζω - φοβούμαι - εκεί (στο νησί) - φανέρωση - δικαιολογία - παραδίδω
- Στήλη Α': ἐκεῖσε - ξυγχωρῶ - πρόφασις - παραμυθοῦμαι - δέδοικα
- Πράξας, καταλιπεῖν, πληρώσαντες, ἔλαβε, ἀνίστησι: Να γράψετε από μία ομόρριζη λέξη, απλή ή σύνθετη, της αρχαίας ή της νέας ελληνικής γλώσσας για καθεμία από τις παραπάνω λέξεις του κειμένου.
- ἔλαβε: Να γράψετε πέντε λέξεις, απλές ή σύνθετες, της νέας ελληνικής γλώσσας με το θέμα της λέξης που σας δίνεται.
- επιμύθιο, κάθισμα, εκπομπή, αδιανόητος, ανθυγιεινός: Να συνδέσετε τις παραπάνω λέξεις της νέας ελληνικής γλώσσας με τις λέξεις του κειμένου με τις οποίες έχουν ετυμολογική συγγένεια.
- Πείθουσιν, κατέλεγον, ἐπέτυχον, ἐκώλυσε, διέφθειραν: Να γράψετε από μία ομόρριζη λέξη, απλή ή σύνθετη, της αρχαίας ή της νέας ελληνικής γλώσσας για καθεμία από τις παραπάνω λέξεις του κειμένου.
- Να γράψετε από ένα ομόρριζο ουσιαστικό και επίθετο (απλό ή σύνθετο) της αρχαίας ή της νέας ελληνικής γλώσσας για καθεμιά από τις λέξεις της στήλης.
- ἔπειθεν
- ὑγιές
- ἐχθρούς
- ἀνίστη
- δῆμος
- ἔπειθεν