Βιβλίο 3. Κεφάλαιο 81.
Ομόρριζα
- νυκτὸς [< νύξ] → νύχτα, διανυκτέρευση, νυχτερίδα, ξενυχτώ, νυχτόβιος.
- τάχος [< ταχύς] → ταχύτητα, επιτάχυνση, ταχύπλοο, ταχυδρομείο, ταχυδακτυλουργός.
- ἐκομίζοντο [< κομῶ] → κομίζω, κόμιστρο, κάνω, κάματος, ακαμάτης, διακομιδή, προσκόμιση, βρεφοκόμος, δενδροκόμος, μελισσοκόμος, νοσοκόμος.
- οἴκου [< οἶκος] → άποικος, ενοίκιο, συνοικία, οικοδομή, οικόπεδο, διοικητής, κατοικώ, νοικοκύρης, οικονομία, οικείος.
- γῆν [< γῆ] → γήπεδο, γεωργός, γεώδης, επίγειος, υπόγειο, μεσόγειος, υδρόγειος, γηγενής, γεωμετρία.
- ὑπερενεγκόντες [< ὑπέρ + ἤνεγκον< φέρω] → (δια-, ανα-, περι-, προσ-, κατα-, επι-, συμ-, παρα-, εκ-)φορά, εφορία, φορτίο, φορτικός, κερδοφόρος, νικηφόρος, παράφορος, επαναφέρω, υποφέρω, διένεξη, διηνεκής, οισοφάγος.
- ἰσθμὸν [< ἰσθμός < εἶμι] → ιόν, ισθμός, εισιτήριο, προσιτός, είσοδος.
- ναῦς → ναυπηγείο, αργοναύτης, νηοπομπή, ναύτης, ναυαγός, ναύαρχος.
- περιπλέοντες [< περί + πλέω] → επιπλέω, απόπλους, διαπλέω, πλεούμενο, πλεύση, πλοίο, πλωτός.
- ὀφθῶσιν [< ὁρῶ] → όραση, ενόραση, ορατός, διορατικός, όψη, κάτοψη, πρόσοψη, ιδέα, είδος, είδωλο, ιδεολογία, εφορία, οπτικός, κάτοπτρο, εποπτεύω, οπή, οφθαλμός.
- ἀποκομίζονται [< ἀπό + κομίζομαι] → κόμιστρο, κάνω, κάμωμα, μετακόμιση, ακαμάτης, γεροκομείο, βρεφοκομείο, δασοκόμος, συγκομιδή.
- αἰσθόμενοι [< αἴσθομαι] → αίσθηση, αισθητικός, προαίσθημα, αίσθημα, αυτί, ωτίτιδα, ωτοασπίδα.
- πολεμίων [< πολέμιος< πόλεμος< πάλλω] → παλμός, πόλεμος, πελάτης, πλησίον, πλην, προσπέλαση, εμπόλεμος, πλημμέλημα.
- οἰχομένας [< εἶμι] → βλ. εἶμι
- λαβόντες [< λαμβάνω] → προσλαμβάνω, πρόσληψη, απολαμβάνω, απολαβή, λαβή, πρόληψη, προληπτικός, δίλημμα, προλαβαίνω.
- πόλιν [< πόλις] → πολίτης, πολιτικός, πολιτεία, πολίτευμα, πολιτισμός, απολίτιστος, συμπολίτευση, πολεοδομία, πολιούχος.
- ἤγαγον [< ἄγω] → (κατα-, περί-, ανα-, απα-, δια-, προσ-, εισ-, παρα-)αγωγή, ανάγωγος, αγώγιμος, αγωνιστής, αγρότης, αγρός, ψυχαγωγία, αγέλη, άξονας.
- ὄντας [< εἰμί] → (παρ-, περι-, απ-, εξ-, αν-, συν-)ουσία, ουσιαστικό, όντως, οντότητα, ον.
- κελεύσαντες [< κελεύω] → κέλευσμα, κελευστής, κλονίζω, κλονισμός, συγκλονίζω.
- ἐπλήρωσαν [< πληρόω,-ῶ< πίμπλημι] → πληρώνω, πλήρωμα, πλήθος, πληθώρα, πολύς, πολλαπλός, πολλαπλάσιος, πλέον, πλειονότητα, πλημμύρα, πιο, αναπληρώνω, εκπλήρωση, πλειστηριασμός, απληστία, πληρεξούσιος, πλησμονή, έμπλεος.
- λιμένα [< λιμήν] → λιμάνι, λιμενικός, λίμνη, λιμνάζω, λειμών, λιβάδι.
- περιεκομίζοντο [< παρά + κομίζομαι] → κόμιστρο, κάνω, κάμωμα, μετακόμιση, ακαμάτης, γεροκομείο, βρεφοκομείο, δασοκόμος, συγκομιδή.
- ἐχθρῶν [< ἔχθος] → έχθρα, εχθρός, απεχθής, εχθροπραξία, ειδεχθής.
- λάβοιεν [< λαμβάνω] → προσλαμβάνω, πρόσληψη, απολαμβάνω, απολαβή, λαβή, πρόληψη, προληπτικός, δίλημμα, προλαβαίνω.
- ἀπέκτεινον [< ἀπό + κτείνω] → αυτοκτονία, μητροκτόνος, αυτοκτονία, λιμοκτονία, παιδοκτονία.
- ἔπεισαν [< πείθω] → πείθω, πείσμα, πειστικός, πειθαρχώ, πίστη, πιστός, απιστία, εμπιστοσύνη, πειστήριο, πιθανός, πεποίθηση.
- ἐσβῆναι [< εἰς + βαίνω] → κατεβαίνω, ανεβαίνω, ανάβαση, επιβάτης, διαβατήριο, βαδίζω, βάδισμα, αδιάβατος, έκβαση, συγκατάβαση, βωμός.
- ἐκβιβάζοντες [< ἐκ + βιβάζω< βαίνω] → βλ. βαίνω
- ἀπεχρῶντο [< ἀπό + χρῶ< χρή] → χρέος, χρήσιμος, χρήση, άχρηστος, αποχωρώ, συγχώρεση, χρησμός, χρήμα.
- ἐλθόντες [< ἔρχομαι] → (αν-, επ-, δι-, κατ-, προσ-, παρ-, συν-, μετ-)έρχομαι, (παρ-, δι-, συν-, προ-, προσ-)έλευση, προσηλυτίζω, παρελθόν.
- ἱκετῶν [< ἱκέτης < ἵκω] → άφιξη, ικέτης, ικετεύω, ικεσία, εφικτός, ικανός, προίκα.
- ἄνδρας [< ἀνήρ] → ανδρειωμένος, ανδριάντας, ανανδρία, ανδροκρατία, παντρεύομαι.
- δίκην [< δείκνυμι] → δείχνω, δείγμα, δείκτης, δίκη, δικαστήριο, δίκαιο, κατάδικος, αδικία, δικαίωμα, δικηγόρος, (ανα-, από-, επί-, κατά-, υπό-)δειξη, παράδειγμα, δικαιολογία.
- ὑποσχεῖν [< ὐπό + ἔχω] → (εξ-, επ-, κατ-, αν-, μετ-, συν-, περι-, προσ-)οχή, πάροχος, αντέχω, εξέχω, σχέση, σχεδόν, σχήμα, εξάρτηση, εξής, διένεξη, μέθεξη, ευεξία, ενοχή, μετοχή.
- ἔπεισαν [< πείθω] → βλ. πείθω
- κατέγνωσαν [< κατά + γιγνώσκω] → γνωρίζω, γνώση, άγνοια, διάγνωση, επίγνωση, απόγνωση, ανάγνωση, αναγνώστης, ευγνωμοσύνη, γνωστικός, γνωστικός, γνώριμος, γνωριμία, αυτογνωσία, γνώρισμα.
- θάνατον [< θνῄσκω] → θνητός, θάνατος, αθανασία, απαθανατίζω, ημιθανής, μελλοθάνατος, θνησιγενής, Θανάσης.
- ἑώρων [< ὁρῶ] → βλ. ὁρῶ
- γιγνόμενα [< γίγνομαι] → γένος, γενιά, γένεση, γεγονός, γόνος, γονιός, γενετική, γενέθλια, γενικεύω, αγενής, οικογένεια, άγονος, οξυγόνο, (εξω-, ιθα-, ενδο-, ετερο-, ομο-)γενής, γενικά.
- διέφθειρον [< διά + φθείρω] → φθορά, φθόριο, ψείρα, άφθαρτος, διαφθείρω.
- ἱερῷ [< ἱερός] → ιερέας, ιερατείο, αφιέρωμα, καθιερώνω, ιεροσυλία.
- δένδρων [< δρῦς] → δρυμός, δένδρο, δόρυ, δορυφόρος.
- ἀπήγχοντο [< ἀπό + άγχω] → αγχόνη, άγχος, συνάχι, αγχολυτικό.
- ἐδύναντο [< δύναμαι] → δύναμη, δυνατός, δυνατότητα, δυναμίτης, δυναστεύω, αδυναμία, δυναστεία.
- ἀνηλοῦντο [< ἀνά + ἁλίσκομαι] → άλωση, κατανάλωση, αιχμάλωτος, ευάλωτος.
- ἀφικόμενος [< ἀπό + ἱκνοῦμαι] → βλ. ἵκω
- ναυσὶ [< ναῦς] → βλ. ναῦς
- παρέμεινε [< παρά + μένω] → μόνιμος, μονή, (ανα-, δια-, παρα-, επι-, προς-, εν-)μονή.
- ἐχθροὺς [< ἔχθος] → βλ. ἔχθος
- δοκοῦντας [< δοκῶ] → δόξα, δόγμα, δοξασία, αισιοδοξία, άδοξος, δοξολογώ, δοκησίσοφος.
- εἶναι [< εἰμί] → βλ. εἰμί
- ἐφόνευον [< φονεύω] → φονιάς, δολοφονία, φονικό, πρόσφατος.
- αἰτίαν [< αἰτῶ] → απαίτηση, αιτία, παραίτηση, εξαίσιος, υπαίτιος, απαιτητικός, εξαιτίας, επαίτης, απαίσιος, αιτιολογώ, αισιόδοξος, αισιοδοξία.
- ἐπιφέροντες [< ἐπί + φέρω] → βλ. φέρω
- δῆμον [< δῆμος< δαίω] → δαίμων, δασμός, δήμος, επιδημία, δημιουργώ, δημοκρατία, ευδαίμων, πανδαισία.
- καταλύουσιν [< κατά + λύω] → λύση, (ανα-, από-, δια-, κατά-, παρα-, επι-)λυση, ξυπόλυτος, παράλυση, λύτρωση, απολυταρχία, ψυχανάλυση.
- ἀπέθανον [< ἀπό + θνῄσκω] → βλ. θνῄσκω
- ἰδίας [< ἴδιος] → ιδιοκτησία, ιδιόρρυθμος, ιδιότροπος, ιδιοφυής, ιδιωτικός.
- ἔχθρας [< ἔχθος] → έχθρα, εχθρός, απεχθής, εχθροπραξία, ειδεχθής.
- χρημάτων [< χρεός + χρή] → βλ. χρή
- ὀφειλομένων [< ὀφείλω] → όφελος, ωφέλιμος, οφειλή, ανώφελος, εξόφληση, επωφελούμαι.
- λαβόντων [< λαμβάνω] → προσλαμβάνω, πρόσληψη, απολαμβάνω, απολαβή, λαβή, πρόληψη, προληπτικός, δίλημμα, προλαβαίνω.
- ἰδέα [< ὁρῶ] → βλ. ὁρῶ
- κατέστη [< κατά + ἵστημι] → (από-, ανά-, επανά-, αντί- έκ-, σύ-, κατά-, διά-, παρά-)σταση, επιστήμη, προϊστάμενος, στάση, ευσταθής, πανεπιστήμιο, επιστητό, στάδιο, στάση, στάσιμος, σταθερός.
- θανάτου [< θνῄσκω] → βλ. θνῄσκω
- φιλεῖ [< φιλῶ] → φιλί, φιλώ, φιλικός, φίλτρο, συμφιλίωση, ομοφυλόφιλος, φιλόλογος, (ειρηνο-, νεκρο-, μουσικο-, θεατρο- ξενο-)φιλία, φίλαθλος, φιλελεύθερος, φιλοσοφία, φιλότιμο.
- γίγνεσθαι [< γίγνομαι] → βλ. γίγνομαι
- ξυνέβη [< συν + βαίνω] → βαίνω
- περαιτέρω [< πέρας] → πέρασμα, Πειραιάς, πειρατής, πείραμα, περιττός, πορεία, πόρνη, απειρία, εμπειρία, πορθμός, εμπόριο, πόρος, άπορος, πορώδης, συμπόρευση, ανήμπορος, πέρυσι, πρέπει, απρέπεια, ευπρεπής, διαπρέπω
- πατὴρ → πατρικός, πατριαρχία, πατροπαράδοτος, πατρίδα, πατριωτισμός.
- παῖδα [< παῖς] → παιδί, παιχνίδι, παιδαριώδης, εκπαίδευση, συμπαιγνία, εμπαιγμός, παιδαγωγός, εγκυκλοπαίδεια, χαρτοπαίκτης.
- ἀπέκτεινε [< ἀπο + κτείνω] → βλ. κτείνω
- ἱερῶν [< ἱερός] → βλ. ἱερός
- ἀπεσπῶντο [< ἀπό + σπῶ] → σπάω, σπασμός, αποσπώ, σύσπαση, διάσπαση, απόσπαση, ξιπασμένος.
- ἐκτείνοντο [< κτείνω] → βλ. κτείνω
- περιοικοδομηθέντες [< περί + οἰκοδομῶ< οἶκος + δέμω] → άποικος, ενοίκιο, συνοικία, οικοδομή, οικόπεδο, διοικητής, κατοικώ, νοικοκύρης, οικονομία, οικείος / δέμα, δωμάτιο, οικοδομή, υποδομή, δάπεδο, δομικός, δομή.
- ἀπέθανον [< ἀπο + θνῄσκω] → βλ. θνῄσκω
Ασκήσεις της τράπεζας θεμάτων
§ 81
- ἐκομίζοντο, περιπλέοντες, ὀφθῶσιν, αἰσθόμενοι, ναῦς: Να γράψετε από μία ομόρριζη λέξη, απλή ή σύνθετη, της αρχαίας ή της νέας ελληνικής γλώσσας για καθεμία από τις παραπάνω λέξεις του κειμένου.
- Να σχηματίσετε από τους παρακάτω ρηματικούς τύπους ένα ομόρριζο ουσιαστικό (απλό ή σύνθετο) της αρχαίας ελληνικής, χρησιμοποιώντας την κατάληξη που σας δίνεται:
- λαβόντες (-της) →
- ἢγαγον (-ή) →
- ἔπεισαν (-ώ) →
- ἐσβῆναι (-ις) →
- ἐπλήρωσαν (-μα) →
- λαβόντες (-της) →
- εὐθύς, οἶκος, ἱκέτης, δίκη, θάνατος: Να γράψετε για καθεμία από τις παρα-πάνω λέξεις του κειμένου ένα ομόρριζο ρήμα της αρχαίας ελληνικής γλώσσας.
- Ναυτικός, σύλληψη, εξωτερικός, εκπλήρωση, πιθανότητα: Να συνδέσετε τις παραπάνω λέξεις της νέας ελληνικής γλώσσας με τις λέξεις του κειμένου με τις οποίες έχουν ετυμολογική συγγένεια.
- ὑπερφέρω, περιπλέω, ἀποκτείνω, ἀποχρῶμαι, διαφθείρω: Να αναλύσετε τις παραπάνω σύνθετες λέξεις του κειμένου στα συνθετικά τους.
- Συγκομιδή, διάπλους, αγωγή, όραση, κατανάλωση: Να συνδέσετε τις πα-ραπάνω λέξεις της νέας ελληνικής γλώσσας με τις λέξεις του κειμένου με τις οποίες έχουν ετυμολογική συγγένεια.
- Λαβόντες: Να γράψετε στη νέα ελληνική γλώσσα πέντε ουσιαστικά σύνθετα-παράγωγα του ρήματος λαμβάνω και να σχηματίσετε μία σύντομη φράση με το καθένα από αυτά.
- Καταναλωτής, αγχόνη, υπαγωγή, αίσθηση, αποβίβαση: Να σχηματίσετε από μία σύντομη φράση στη νέα ελληνική γλώσσα με καθεμία από τις παραπάνω λέ-ξεις.
- ἐλθόντες, διαφθορά, ἐσβῆναι, ἐπλήρωσαν, ἐχθρῶν: Να γράψετε από μία ομόρριζη λέξη, απλή ή σύνθετη, της αρχαίας ή της νέας ελληνικής γλώσσας για κα-θεμία από τις παραπάνω λέξεις του κειμένου.
- Κόμιστρα, ευαισθησία, πειθώ, επίγνωση, αποβίβαση: Να σχηματίσετε από μία σύντομη φράση στη νέα ελληνική γλώσσα με καθεμία από τις παραπάνω λέξεις.
- Να συμπληρώσετε τα κενά των παρακάτω προτάσεων με λέξεις (απλές ή σύνθε-τες) της νέας ελληνικής γλώσσας, ομόρριζες των ρημάτων που δίνονται σε παρένθεση.
- Η αύξηση των....................... προκάλεσε μεγάλη πτώση στις διεθνείς αερομεταφο-ρές (κομίζω).
- Η.........................του δράστη προκάλεσε ανακούφιση στους κατοίκους της περιο-χής, όπου γίνονταν οι κλοπές (λαμβάνω).
- Τα τελευταία χρόνια υπάρχουν πολλές περιπτώσεις ………… στη δημόσια ζωή της χώρας (διαφθείρω).
- Η…………… των επιβατών από το πλοίο έγινε χωρίς προβλήματα, παρά τη θαλασσο-ταραχή (ἐκβιβάζω).
- Δεν ήταν συνεπής στην ……………των υποσχέσεών του προς τους γονείς του (πληρῶ).
- Η αύξηση των....................... προκάλεσε μεγάλη πτώση στις διεθνείς αερομεταφο-ρές (κομίζω).
- Δίκη: Να γράψετε στη νέα ελληνική γλώσσα πέντε σύνθετα ουσιαστικά ή επίθετα με πρώτο ή δεύτερο συνθετικό τη λέξη δίκη.
- Ευαισθησία, αδυναμία, υπόσχεση, διορατικός, διάγνωση: Να συνδέσετε τις παραπάνω λέξεις της νέας ελληνικής γλώσσας με τις λέξεις του κειμένου με τις οποίες έχουν ετυμολογική συγγένεια.
- Γιγνόμενα, παρέμεινε, ἐδύναντο, ναυσί, δοκοῦντας: Να γράψετε από μία ομόρριζη λέξη, απλή ή σύνθετη, της αρχαίας ή της νέας ελληνικής γλώσσας για καθεμία από τις παραπάνω λέξεις του κειμένου.
- Ανάλωση, αγχόνη, φίλημα, πατρικός, ανίερος: Να σχηματίσετε από μία σύντομη φράση στη νέα ελληνική γλώσσα με καθεμία από τις παραπάνω λέξεις.
- Να συμπληρώσετε τα κενά των παρακάτω προτάσεων με λέξεις (απλές ή σύνθετες) της νέας ελληνικής γλώσσας, ομόρριζες των ρημάτων που δίνονται σε παρένθεση.
- Η..................... του αεροπλάνου θα έχει καθυστέρηση 30 λεπτών (ἀφικνοῦμαι ).
- Η ............................του δράστη προκάλεσε ανακούφιση στους κατοίκους της περιοχής, όπου γίνονταν οι κλοπές (λαμβάνω).
- Στον επόμενο δρόμο υπάρχει ένα………......…………..τροφίμων (καθίσταμαι).
- Η……........……… παγωτών τους θερινούς μήνες αυξάνεται (ἀναλόομαι-οῦμαι).
- Η ανάθεση τού έργου δόθηκε στην εταιρεία με τη χαμηλότερη…….........…….(ἐπιφέρω).
- Η..................... του αεροπλάνου θα έχει καθυστέρηση 30 λεπτών (ἀφικνοῦμαι ).
- Παραμένω, καταλύω, ξυμβαίνω, ἀποκτείνω, ἀποσπῶμαι: Να αναλύσετε τις παραπάνω σύνθετες λέξεις του κειμένου στα συνθετικά τους.
- ἱκέτης, αἰτία, χρῆμα, θάνατος, παῖς: Να γράψετε για καθεμία από τις παραπάνω λέξεις του κειμένου ένα ομόρριζο ρήμα της αρχαίας ελληνικής γλώσσας.